ῥαντήρ: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - " ἐγκονιστής, περιρραντήριον, περιρραντής, ῥαντήρ, ῥαντηρίτης; Hebrew: ממטרה; Hungarian: locsoló, permetező; Irish: aisréadóir, spréire; Italian: spruzzatore; Japanese: スプリンクラー; Korean: 스프링클러; Macedonian: пр́скалка; Norwegian Bokmål: spreder; Norwegian Nynorsk: spreiar; Polish: zraszacz; Portuguese: aspersor; Russian: разбрызгиватель, опрыскиватель, дождевальная установка, спринклер; Spanish: aspersor, [[aspersor de irrigación...) Tag: Reverted |
mNo edit summary Tag: Manual revert |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[θερμαντήρ]])]. | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[θερμαντήρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 19 November 2024
English (LSJ)
ῥαντῆρος, ὁ, (ῥαίνω)
A one who wets, especially of the inner corner of the eye, Nic. Th.673, cf. Poll.2.71.
II sprinkler, Mon.Ant.23.150 (Adanda).
German (Pape)
[Seite 833] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς ῥαντήρ der vordere Augenwinkel.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντήρ: ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) ὁ ὑγραίνων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ πηγή, Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία του ματιού προς το μέρος της μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ῥαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].