φείδων: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(13_2) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ωνος, ὁ, = [[φειδωλός]], 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ωνος, ὁ, = [[φειδωλός]], 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φείδων''': -ωνος, ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον [[ἔλαιον]] δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) [[μέτρον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 ([[ἔνθα]] φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) [[ὄνομα]] γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = [[φειδωλός]], [[Χρέμης]] τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― [[ὅθεν]] καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος [[ἔκγονος]], ὁ [[φειδωλός]], ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην [[ὄνομα]] Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out, Poll.10.179, cf. 11.1. II as pr.n. Φείδων, king of Argos, the author of Peloponnesian weights and measures, Hdt.6.127:— hence Adj. φειδώνειος or φειδώνιος, α, ον, μέτρα Arist.Ath.10.2, Fr.480, Thphr.Char.30.11, Str.8.3.33 (Poll. l. c. connects signf. 1 with the Adj.); μέδιμνοι Φ. Delph.3(5).3 ii 3 (iv B. C.). 2 name of an old man in Com., Thrifty, Antiph.191.21, etc.:—hence Com. patron. φειδωνίδης [ῐ], ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.Nu.65.
German (Pape)
[Seite 1260] ωνος, ὁ, = φειδωλός, 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
φείδων: -ωνος, ὁ, ἀγγεῖον ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον ἔλαιον δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) μέτρον Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 (ἔνθα φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) ὄνομα γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = φειδωλός, Χρέμης τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― ὅθεν καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος ἔκγονος, ὁ φειδωλός, ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην ὄνομα Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.