τράφηξ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, = [[τράπηξ]], Bord der Schiffe, Att. Seew. II, 40; nach Hesych. τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], auch τὸ [[δόρυ]] erkl., u. [[σκόλοψ]], [[χάραξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, = [[τράπηξ]], Bord der Schiffe, Att. Seew. II, 40; nach Hesych. τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], auch τὸ [[δόρυ]] erkl., u. [[σκόλοψ]], [[χάραξ]].
}}
{{ls
|lstext='''τράφηξ''': ηκος, ὁ, = τῷ Λατ. trabs, [[δοκός]], [[σανίς]], ἢ [[τεμάχιον]] ξύλου, 1) = [[χάραξ]], «παλοῦκι», Λυκόφρ. 641 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Ἀρχ. Μαθ. 2) [[δόρυ]], τράφηκι φοινίῳ «δόρατι, ξίφει» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 1001. 3) [[πλατεῖα]] σανὶς [[ἔνθα]] τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι, «[[κυρίως]] ἡ [[ὑπόπλατυς]] [[σανίς]], ἐν ᾗ τοὺς ἄρτους πρὸς τοὺς κλιβάνους ἀπάγουσι» ([[εἶδος]] πινακωτῆς) Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 641· «τὸ [[ξύλον]] [[ἔνθα]] τιθέασι τὸν ἄρτον» Ἐτυμολ. Μέγ. 744, 36. 4) «τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται» Ἐτυμολ. Μέγ. 764, 35, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.· ― [[τράφηξ]] φαίνεται ὁ ἀληθὴς τὺπος· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡσυχ. ὑπάρχουσιν οἱ τύποι [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], τροφῆς.
}}
}}

Revision as of 11:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράφηξ Medium diacritics: τράφηξ Low diacritics: τράφηξ Capitals: ΤΡΑΦΗΞ
Transliteration A: tráphēx Transliteration B: traphēx Transliteration C: trafiks Beta Code: tra/fhc

English (LSJ)

[ᾰ], ηκος, ὁ,

   A beam in framework of ἑλέπολις, Bito 53.4.    2 spear, Lyc.1001.    3 baker's board, EM764.35:—so perh. in Lyc.641 (unless the sense is more general, v. Sch.).    4 handle of an oar, Hsch. s.v. τρόπηκος; or gunwale on which the rowlocks are fixed, IG22.1604.40 (iv B. C.), EM764.36.—τράφηξ seems to be the true form; but τράπηξ, τρόπηξ, τροφῆς are found in cod. of Hsch.

German (Pape)

[Seite 1135] ὁ, = τράπηξ, Bord der Schiffe, Att. Seew. II, 40; nach Hesych. τὸ τῆς νεὼς χεῖλος, auch τὸ δόρυ erkl., u. σκόλοψ, χάραξ.

Greek (Liddell-Scott)

τράφηξ: ηκος, ὁ, = τῷ Λατ. trabs, δοκός, σανίς, ἢ τεμάχιον ξύλου, 1) = χάραξ, «παλοῦκι», Λυκόφρ. 641 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), Ἀρχ. Μαθ. 2) δόρυ, τράφηκι φοινίῳ «δόρατι, ξίφει» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 1001. 3) πλατεῖα σανὶς ἔνθα τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι, «κυρίωςὑπόπλατυς σανίς, ἐν ᾗ τοὺς ἄρτους πρὸς τοὺς κλιβάνους ἀπάγουσι» (εἶδος πινακωτῆς) Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 641· «τὸ ξύλον ἔνθα τιθέασι τὸν ἄρτον» Ἐτυμολ. Μέγ. 744, 36. 4) «τὸ τῆς νεὼς χεῖλος, ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται» Ἐτυμολ. Μέγ. 764, 35, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.· ― τράφηξ φαίνεται ὁ ἀληθὴς τὺπος· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡσυχ. ὑπάρχουσιν οἱ τύποι τράπηξ, τρόπηξ, τροφῆς.