ἐκτανύω: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] (s. [[τανύω]]), = [[ἐκτείνω]], ausspannen, ausbreiten; [[δέρμα]] Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; [[ὕπτιος]] ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσθη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] (s. [[τανύω]]), = [[ἐκτείνω]], ausspannen, ausbreiten; [[δέρμα]] Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; [[ὕπτιος]] ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσθη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκτᾰνύω''': μέλλ. -ύσω, = [[ἐκτείνω]]: ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξαπλώνω, [[ἔρνος]]... ἐλαίης... βόθρου τ’ ἐξέστρεψε (ὁ [[ἄνεμος]]) καὶ ἐξετάνυσσ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ρ. 58: ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ὁ δ’ [[ὕπτιος]] ἐξετανύσθη Η. 271· ἐξετανύσθη [[ἄμπελος]], ἐξηπλώθη καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 38. 2) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, «τανύζω», ἐκ δ’ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς Ὀδ. Ψ. 201· δέρμα Πινδ. Π. 4. 430. 3) [[ἐπεκτείνω]], ἐξετάνυσσας ὁδὸν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 4. Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1562 ἐκτανύσαι τῶν χειρογρ. [[ὅπερ]] νῦν γράφεται ἐξανύσαι, ἴδε [[ἐξανύω]]: ― Ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ἱπποκράτει (π. Ἀγμ. 778). ῠ συνήθως, ἀλλ’ ῡ Ἀνακρεόντ. 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 5 August 2017
English (LSJ)
=
A ἐκτείνω, βραχίονας Theoc.25.270:—Hom. has this form only, in the sense to stretch out (on the ground),
German (Pape)
[Seite 779] (s. τανύω), = ἐκτείνω, ausspannen, ausbreiten; δέρμα Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; ὕπτιος ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσθη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰνύω: μέλλ. -ύσω, = ἐκτείνω: ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξαπλώνω, ἔρνος... ἐλαίης... βόθρου τ’ ἐξέστρεψε (ὁ ἄνεμος) καὶ ἐξετάνυσσ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ρ. 58: ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ὁ δ’ ὕπτιος ἐξετανύσθη Η. 271· ἐξετανύσθη ἄμπελος, ἐξηπλώθη καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 38. 2) ἐκτείνω, τεντώνω, «τανύζω», ἐκ δ’ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς Ὀδ. Ψ. 201· δέρμα Πινδ. Π. 4. 430. 3) ἐπεκτείνω, ἐξετάνυσσας ὁδὸν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 4. Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1562 ἐκτανύσαι τῶν χειρογρ. ὅπερ νῦν γράφεται ἐξανύσαι, ἴδε ἐξανύω: ― Ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ἱπποκράτει (π. Ἀγμ. 778). ῠ συνήθως, ἀλλ’ ῡ Ἀνακρεόντ. 8.