βαλβίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(13_6a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] ῖδος, ἡ, die Schranke in der Rennbahn, nach B. A. p. 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν [[σχοινίον]] τι διατέταται, ὃ καλεῖται [[βαλβίς]], ἵνα ἐντεῦθεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ Ar. Equ. 1159; Sp. Auch der Standort, von dem aus man den Diskus wirst, Philostr. – Uebertr., Mauerzinne, Soph. Ant. 131; Schwelle, Eur. Herc. fur. 867; Grundlage, Philostr. Bei Agath. prooem. β. θαλάσσης, die Wasserfläche. – Dah. a) Anfang, εὐθὺς ἀπὸ βαλβίδων Ar. Vesp. 548; λόγου Philostr. – b) Ende, βίου Eur. Med. 1244; Lycophr 287; Opp. C. 1, 513.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] ῖδος, ἡ, die Schranke in der Rennbahn, nach B. A. p. 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν [[σχοινίον]] τι διατέταται, ὃ καλεῖται [[βαλβίς]], ἵνα ἐντεῦθεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ Ar. Equ. 1159; Sp. Auch der Standort, von dem aus man den Diskus wirst, Philostr. – Uebertr., Mauerzinne, Soph. Ant. 131; Schwelle, Eur. Herc. fur. 867; Grundlage, Philostr. Bei Agath. prooem. β. θαλάσσης, die Wasserfläche. – Dah. a) Anfang, εὐθὺς ἀπὸ βαλβίδων Ar. Vesp. 548; λόγου Philostr. – b) Ende, βίου Eur. Med. 1244; Lycophr 287; Opp. C. 1, 513.
}}
{{ls
|lstext='''βαλβίς''': ῖδος, ἡ, [[κυρίως]] τὸ [[σχοινίον]] τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ [[σχοινίον]] τοῦτο διατεταμένον, [[ἑπομένως]] ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· [[ὡσαύτως]] τὸ [[σημεῖον]] ἀφ’ οὗ ὁ [[δίσκος]] ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[σημεῖον]] ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς [[τέρμα]] Θεμίστ. 177D. ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] δὲ τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ [[τέρμα]], βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, [[οἷον]] αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ [[τεῖχος]]), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ [[βηλός]], ἐκ √ΒΑ (βαίνω).)
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλβίς Medium diacritics: βαλβίς Low diacritics: βαλβίς Capitals: ΒΑΛΒΙΣ
Transliteration A: balbís Transliteration B: balbis Transliteration C: valvis Beta Code: balbi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, prop.

   A rope drawn across the race-course at the starting and finishing-point: mostly in pl., posts to which this rope was attached, Ar.Eq.1159: so in sg., turning-post, νῆσος β. ξεστῇ εἴκασται Philostr.VA5.5: also, platform from which the quoit was thrown, Id.Im.1.24: hence, any starting-point, Antipho Soph.69; βαλβίδων ἄπο E.HF867, cf. Ar.V.548: metaph., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου E.Med.1245; ἐκ β. εἰς τέρμα Them.Or.13.177d; β. λόγου βέβληται Philostr.VS2.20.3; βιβλίου AP4.3b.75 (Agath.); but, edge, ib.39.    II since the starting-point was also the goal, βαλβῖδες was used for any point to be gained, as the battlements (by one scaling a wall), S.Ant.131 (lyr.), cf. Lyc.287, Opp.C.1.513.    III = κοιλότης παραμήκης, Gal.19.87; v. foreg.

German (Pape)

[Seite 428] ῖδος, ἡ, die Schranke in der Rennbahn, nach B. A. p. 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν σχοινίον τι διατέταται, ὃ καλεῖται βαλβίς, ἵνα ἐντεῦθεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ Ar. Equ. 1159; Sp. Auch der Standort, von dem aus man den Diskus wirst, Philostr. – Uebertr., Mauerzinne, Soph. Ant. 131; Schwelle, Eur. Herc. fur. 867; Grundlage, Philostr. Bei Agath. prooem. β. θαλάσσης, die Wasserfläche. – Dah. a) Anfang, εὐθὺς ἀπὸ βαλβίδων Ar. Vesp. 548; λόγου Philostr. – b) Ende, βίου Eur. Med. 1244; Lycophr 287; Opp. C. 1, 513.

Greek (Liddell-Scott)

βαλβίς: ῖδος, ἡ, κυρίως τὸ σχοινίον τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ σχοινίον τοῦτο διατεταμένον, ἑπομένως ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· ὡσαύτως τὸ σημεῖον ἀφ’ οὗ ὁ δίσκος ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· ἐντεῦθεν, πᾶν σημεῖον ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς τέρμα Θεμίστ. 177D. ΙΙ. ἐπειδὴ δὲ τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ τέρμα, βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, οἷον αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ τεῖχος), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ βηλός, ἐκ √ΒΑ (βαίνω).)