βλάξ: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0447.png Seite 447]] ([[βλάζω]], od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = [[μαλακός]]), gen. βλακός, <b class="b2">schlaff, lässig</b>, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. [[ἀναίσθητος]], [[μωρός]]; Plat. Gorg. 488 a; καὶ [[ἠλίθιος]] Xen. Cyr. 1, 4, 18; [[ἵππος]], dem [[θυμοειδής]] entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch [[βλακικός]]. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0447.png Seite 447]] ([[βλάζω]], od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = [[μαλακός]]), gen. βλακός, <b class="b2">schlaff, lässig</b>, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. [[ἀναίσθητος]], [[μωρός]]; Plat. Gorg. 488 a; καὶ [[ἠλίθιος]] Xen. Cyr. 1, 4, 18; [[ἵππος]], dem [[θυμοειδής]] entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch [[βλακικός]]. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βλάξ''': βλᾱκός, ὁ, ἡ, [[μαλθακός]], νωθρὸς τό τε [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχήν, [[μωρός]], [[ἠλίθιος]], Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ [[ἄνθρωπος]] Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, [[ἀλλά]], βλ. [[ἵππος]], ἀντίθ. τῷ [[θυμοειδής]], Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι [[εἶναι]] βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ [[ἴσως]] βλακικώτερος [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς [[βλάξ]], βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς [[μαλακός]], πρβλ. [[βλώσκω]], [[μολεῖν]]· ἴδε ἐν λ. [[μαλακός]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
βλᾱκός, ὁ, ἡ,
A stolid, stupid, Pl.Grg.488a; β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12; β. καὶ ἄφρων Arist.EE1247a18; θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16, cf. Plb. 16.22.5; β. ἄνθρωπος Heraclit.87: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: Comp. βλακότερος or -ώτερος Id.Mem.4.2.40: Sup. βλακότατος or -ώτατος (but -ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4. II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).)
German (Pape)
[Seite 447] (βλάζω, od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = μαλακός), gen. βλακός, schlaff, lässig, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. ἀναίσθητος, μωρός; Plat. Gorg. 488 a; καὶ ἠλίθιος Xen. Cyr. 1, 4, 18; ἵππος, dem θυμοειδής entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch βλακικός. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
βλάξ: βλᾱκός, ὁ, ἡ, μαλθακός, νωθρὸς τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, μωρός, ἠλίθιος, Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ ἄνθρωπος Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, ἀλλά, βλ. ἵππος, ἀντίθ. τῷ θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι εἶναι βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἴσως βλακικώτερος εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς βλάξ, βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς μαλακός, πρβλ. βλώσκω, μολεῖν· ἴδε ἐν λ. μαλακός).