δροσία: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(c2) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0668.png Seite 668]] ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0668.png Seite 668]] ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[δροσά]], η (AM [[δροσία]]<br />Α και δροσίη<br />Μ και [[δροσά]]) [[δρόσος]]<br />η [[δρόσος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόψυχρος]], [[ευχάριστος]] [[άνεμος]]<br /><b>2.</b> δροσερό, σκιερό [[μέρος]]<br /><b>3.</b> [[φρεσκάδα]], [[ομορφιά]]<br /><b>4.</b> [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[δροσιά]] δεν αξίζουν» — δεν αξίζουν [[τίποτε]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανακούφιση]], [[παρηγοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αφρός]] στο [[στόμα]] τών αλόγων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. δροσίη, ἡ,
A foam of a horse's mouth, Orac. ap. Luc.Alex.53; dew, Cat.Cod. Astr.1.172.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, der Thau, Achm. Oniroer.; δροσίη κέλητος, Schaum des Pferdes, Luc. Alex. 53.
Greek Monolingual
και δροσά, η (AM δροσία
Α και δροσίη
Μ και δροσά) δρόσος
η δρόσος
μσν.- νεοελλ.
1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος
2. δροσερό, σκιερό μέρος
3. φρεσκάδα, ομορφιά
4. ευχαρίστηση, χαρά
5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» — δεν αξίζουν τίποτε
μσν.
ανακούφιση, παρηγοριά
αρχ.
ο αφρός στο στόμα τών αλόγων.