τύφλωσις: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τύφλωσις''': -εως, ἡ, ([[τυφλόω]]) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ [[πλῆθος]] κακοποιίας, [[ὥστε]] μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ [[θέατρον]] τὰς [[τότε]] γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. [[τυφλότης]], τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι [[στείρωσις]] καὶ [[τύφλωσις]] ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (τυφλόω)
A a making blind, blinding, Isoc.12.122 (pl.), cf. Ph.1.391; γερόντων Diog.Oen.70 (pl.). II blindness, Hp.Aph.6.56, Sch.Ar.Pl.115.
German (Pape)
[Seite 1166] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115.
Greek (Liddell-Scott)
τύφλωσις: -εως, ἡ, (τυφλόω) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιίας, ὥστε μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ θέατρον τὰς τότε γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. τυφλότης, τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι στείρωσις καὶ τύφλωσις ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10.