καταπέτομαι: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπέτομαι''': (πρβλ. [[πέτομαι]]) «πετῶ» πρὸς τὰ [[κάτω]]: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ [[ἧπαρ]] Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· [[ὡσαύτως]] ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -[[πετάομαι]]· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. [[ἀναπέτομαι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 5 August 2017
English (LSJ)
A fly down: fut. καταπτήσομαι Luc.Prom.2: aor. κατέπτᾰτο Ar.Av.789, al. codd.; part. καταπτάμενος Hdt.3.111 (v.l. -πετομένας, -πετεωμένας), Ar.V.16, Av.1624 codd.; subj. and opt. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Luc.Icar.13, Bis Acc.8: aor. 2 Act. κατέπτην, part. καταπτάς Arist.HA614b21, Ph.2.318, Luc.Charid.7, Porph. Abst.1.25: pf. κατέπτηκα Men.Kol.39: aor. 1 Pass. κατεπετάσθην LXXPr.27.8, D.S.2.20.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέτομαι: (πρβλ. πέτομαι) «πετῶ» πρὸς τὰ κάτω: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· ὡσαύτως ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -πετάομαι· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. ἀναπέτομαι).