γουνάζομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(13_6b) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, [[πρός]] τινος, bei Etwas, bei Einem, auch [[ὑπέρ]] τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 [[καί]] μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]]; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν [[γουνάζομαι]], οὐ παρεόντων, [[πρός]] τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, [[πρός]] τινος, bei Etwas, bei Einem, auch [[ὑπέρ]] τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 [[καί]] μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]]; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν [[γουνάζομαι]], οὐ παρεόντων, [[πρός]] τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γουνάζομαι''': μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. [[ῥῆμα]], ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ [[ἑπομένως]], [[ἱκετεύω]], δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... [[γουνάζομαι]] οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς [[ἱκετεύω]], τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς [[γουνάζομαι]] Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... [[πρός]] τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· [[ὡσαύτως]], μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:41, 5 August 2017
English (LSJ)
fut. -σομαι: aor. 1
A γουνασάμεσθα Orph.A.618, subj. γουνάσσηαι A.R.4.747, cf. Orph.A.943: (γόνυ):—Ep. Verb, clasp another's knees (v. sub γόνυ 1.2): hence, implore, entreat, abs., Il. 11.130: c. inf., τῶν ὕπερ . . γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς in whose name . . I implore you to stand your ground, 15.665; νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι Od.13.324; νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ., . . πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός 11.66; μή με . . γούνων γουνάζεο entreat me not by [clasping] my knees, Il.22.345.
German (Pape)
[Seite 503] dep. med., Jemandes Kniee umfassen, fußfällig anflehen, auch katachrestisch, = flehen, anflehen, ohne daß man die Kniee des Anderen umfaßt; absolut, und τινά, Jemanden, τινός, πρός τινος, bei Etwas, bei Einem, auch ὑπέρ τινος, eigentlich = für Jemanden; fut. Iliad. 1, 427 καί μιν γουνάσομαι; praes., Iliad. 22, 345 μή με γούνων γουνάζεο μηδὲ τοκήων; Odyss. 13, 324 νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι; 11, 66 νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων, πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ', ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες; Iliad. 15, 665 τῶν ὕπερ ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἡστάμεναι κρατερῶς; ganz absolut, imperfect., Iliad. 11, 130 τὼ δ' αὖτ' ἐκ δίφρου γουναζέσθην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι –. καὶ ὅτι τὸ γουναζέσθην καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ἱκέτευον. – Sp. Ep.
Greek (Liddell-Scott)
γουνάζομαι: μέλλ.–σομαι· ἀποθ. (γόνυ).― Ἐπ. ῥῆμα, ἅπτομαι τῶν γονάτων τινός, πιάνω τὰ γόνατά του (ἴδε ἐν γ. γόνυ Ι. 2), καὶ ἑπομένως, ἱκετεύω, δέομαι, παρακαλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Λ. 130· μετ᾿ ἀπαρεμφ., τῶν ὕπερ... γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς, ἐν ὀνόματι τῶν ὁποίων... σᾶς ἱκετεύω, τηρήσατε τὰς θέσεις σας ἰσχυρῶς, Ο. 665· νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι Ὀδ. Ν. 324· νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γ.,... πρός τ᾿ ἀλόχου πατρός τε Λ. 66· ὡσαύτως, μή με... γούνων γουνάζεο, μή με ἱκέτευε [πιάνων με] ἐκ τῶν γονάτων μου, Ἰλ. Χ. 345, πρβλ. Ὀδ. Ν. 324.