Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ
(13_3)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.
}}
{{ls
|lstext='''μηνιαῖος''': -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν [[συμπαθῶς]] τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία [[κάθαρσις]] Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ [[ἐπάνω]] Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).
}}
}}

Revision as of 11:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνιαῖος Medium diacritics: μηνιαῖος Low diacritics: μηνιαίος Capitals: ΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: mēniaîos Transliteration B: mēniaios Transliteration C: miniaios Beta Code: mhniai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Antyll. ap. Orib.9.3.1),

   A monthly, ἀπόκρυψις Placit.2.29.5; περίοδος Str.3.5.8, Gal.7.500; φορά IG22.1368.46; διαγραφή PRyl.2.206 (b) (iii A.D.); τὰ μ. the menses of women, Placit.5.18.2, Ph.2.305; μ. κάθαρσις Alex.Aphr.Pr.2.57.    2 ὧραι μ. 'seasons' (quarters) of the month, Antyll.l.c.    II a month old, LXX Nu.3.15, al.; μ. ὕδωρ Hp.Mul.2.188.    III a month long, νύξ Ant.Diog.9; χρόνος Gem.1.8, cf. Cleom.1.7; παραλλαγή, παράλλαγμα, Gem.8.22,19.

German (Pape)

[Seite 174] von der Dauer eines Monats, einen Monat lang, Aesch. Suppl. 266 u. Sp.; τὰ μηνιαῖα, die monatliche Reinigung der Frauen, Plut. plac. phil. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

μηνιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων, ἀστροειδῆ περίοδον, τὴν μὲν ἡμερήσιον…, τὴν δὲ μηνιαίαν, τὴν δὲ ἐνιαυσιαίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· ― τὰ μηνιαῖα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, Πλούτ. 2. 907F· μηνιαία κάθαρσις Ἀλέξ. Ἀφρ., κτλ.· ― ὁ Δινδ. προτείνει μηνιαῖ’ ἄχη (ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων μηνεῖται ἄκη) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 266, πρβλ. Χο. 585. ΙΙ. ὁ ἔχων ἡλικίαν ἑνὸς μηνός, πᾶν ἀρσενικὸν ἀπὸ μηνιαίου καὶ ἐπάνω Ἑβδ. (Ἀριθ. Γϳ, 15, κ. ἀλλ.).