Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνυχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(13_6a)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Uebertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ [[πρᾶγμα]] ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevortheilen, Artemid. 1, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Uebertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ [[πρᾶγμα]] ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevortheilen, Artemid. 1, 22.
}}
{{ls
|lstext='''ὀνῠχίζω''': [[κόπτω]] τοὺς ὄνυχας: Παθ. ὠνυχισμένος, ἔχων κεκομμένους τοὺς ὄνυχας, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 127· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 289. ΙΙ. [[ὀνυχίζω]] ὄνυχας, ἔχω τὸν ὄνυχα διῃρημένον, «καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλῆν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς» Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΑ΄, 7, κ. ἀλλ.). ΙΙΙ. [[ἐξετάζω]] διὰ τῶν ὀνύχων, [[ἐξετάζω]] ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀρτεμίδωρ. 4, ἐν τῷ προοιμίῳ, Κλήμ. Ἀλ. 190. - Παθητ., ὀνυχίζεται, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φωτίου ἀκριβολογεῖται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 660.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει»· πρβλ. [[ὄνυξ]] Ι. 3.
}}
}}

Revision as of 10:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνῠχίζω Medium diacritics: ὀνυχίζω Low diacritics: ονυχίζω Capitals: ΟΝΥΧΙΖΩ
Transliteration A: onychízō Transliteration B: onychizō Transliteration C: onychizo Beta Code: o)nuxi/zw

English (LSJ)

   A pare the nails. in Med., Jul.Mis.339b, Iamb.VP28.154 : aor ὠνυχισάμην LXX 2 Ki.19.24(25) :—Pass., ὠνυχισμένος with one's nails pared, Cratin.455.    II ὀ. ὄνυχας to have the hoof cloven, LXX Le.11.7, al.    III examine with the nail, examine closely, Artem.4 Prooem., Jul.Or.5.162c : fut. ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει, Hsch. :—Pass., ὀνυχίζεται, expld. by Phot. ἀκριβολογεῖται, Ar.Fr.834.    IV overreach, ἐν τῇ συνηθείᾳ -ίζεσθαί φαμεν τὸν ἐπὶ βλάβῃ ὑπό τινος ἐξαπατηθέντα Artem.1.22.

German (Pape)

[Seite 351] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Uebertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ πρᾶγμα ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevortheilen, Artemid. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνῠχίζω: κόπτω τοὺς ὄνυχας: Παθ. ὠνυχισμένος, ἔχων κεκομμένους τοὺς ὄνυχας, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 127· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 289. ΙΙ. ὀνυχίζω ὄνυχας, ἔχω τὸν ὄνυχα διῃρημένον, «καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλῆν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς» Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΑ΄, 7, κ. ἀλλ.). ΙΙΙ. ἐξετάζω διὰ τῶν ὀνύχων, ἐξετάζω ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀρτεμίδωρ. 4, ἐν τῷ προοιμίῳ, Κλήμ. Ἀλ. 190. - Παθητ., ὀνυχίζεται, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φωτίου ἀκριβολογεῖται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 660.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει»· πρβλ. ὄνυξ Ι. 3.