λόχιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0066.png Seite 66]] = [[λοχεῖος]]; [[λόχια]] ἄλγη, Geburtsschmerzen, Antp. Sid. 85 (VII, 164); – [[Ἄρτεμις]] λοχία, die den Gebärenden hilft, Eur. Suppl. 982, wie Hesych. λοχία durch [[μαῖα]] erkl.; – τὰ [[λόχια]]. die Reinigung der Kindbetterinn, Arist. H. A. 6, 18. – Auch = trächtig, Opp. Cyn. 3, 392.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0066.png Seite 66]] = [[λοχεῖος]]; [[λόχια]] ἄλγη, Geburtsschmerzen, Antp. Sid. 85 (VII, 164); – [[Ἄρτεμις]] λοχία, die den Gebärenden hilft, Eur. Suppl. 982, wie Hesych. λοχία durch [[μαῖα]] erkl.; – τὰ [[λόχια]]. die Reinigung der Kindbetterinn, Arist. H. A. 6, 18. – Auch = trächtig, Opp. Cyn. 3, 392.
}}
{{ls
|lstext='''λόχιος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοκετόν, λ. νοσήματα, [[λοχεία]], [[κλίνη]] τοκετοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 636· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἰφ. ἐν Τ. 206, ἴδε [[παιδεία]]· λοχίης ἐκ νηδύος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 706. 2) λοχίη, = τῷ Λατ. foeta ἢ puerpera, Ὀππ. Κυν. 3. 292. ΙΙ. Λοχία, ἡ, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος Εἰλειθυίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1097· Ἄρτεμις Λοχία ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 958, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· [[λοχεία]] [[αὐτόθι]] 1768. ΙΙΙ. [[λόχια]], τά, ἡ [[μετὰ]] τὸν τοκετὸν ῥύσις, Ἱππ. 239. 32., 240. 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21· (ἡ λοχίη [[κάθαρσις]] Ἱππ. 601. 48, κτλ). 2) αὐτὸς ὁ [[τοκετός]], [[γέννα]], Ἀνθ. Π. 7. 375., 9. 311.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχιος Medium diacritics: λόχιος Low diacritics: λόχιος Capitals: ΛΟΧΙΟΣ
Transliteration A: lóchios Transliteration B: lochios Transliteration C: lochios Beta Code: lo/xios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to child-birth, λ. νοσήματα childbed, E. El.656; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89 (lyr.), cf. Ion452 (lyr.); λόχιαι . . Μοῖραι prob. in Id.IT206 (lyr.); λοχίης ἐκ νηδύος A.R.4.706.    2 λοχίη, = Lat. foeta or puerpera, Opp.C.3.292.    b λόχιαι, αἱ, = λοχεῖαι, Euph.9.11.    II Λοχία, ἡ, epith. of Artemis, E.IT1097, Supp.958 (both lyr.), cf. SIG1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also Λοχεία, q.v.    III λόχια, τά, discharge after child-birth, Hp.Nat. Puer.18, Arist.HA573a9 (ἡ λοχίη κάθαρσις Hp.Mul.1.29, al.).    2 child-birth, AP7.375 (Antiphil.), 9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 66] = λοχεῖος; λόχια ἄλγη, Geburtsschmerzen, Antp. Sid. 85 (VII, 164); – Ἄρτεμις λοχία, die den Gebärenden hilft, Eur. Suppl. 982, wie Hesych. λοχία durch μαῖα erkl.; – τὰ λόχια. die Reinigung der Kindbetterinn, Arist. H. A. 6, 18. – Auch = trächtig, Opp. Cyn. 3, 392.

Greek (Liddell-Scott)

λόχιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοκετόν, λ. νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 636· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἰφ. ἐν Τ. 206, ἴδε παιδεία· λοχίης ἐκ νηδύος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 706. 2) λοχίη, = τῷ Λατ. foeta ἢ puerpera, Ὀππ. Κυν. 3. 292. ΙΙ. Λοχία, ἡ, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος Εἰλειθυίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1097· Ἄρτεμις Λοχία ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 958, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· λοχεία αὐτόθι 1768. ΙΙΙ. λόχια, τά, ἡ μετὰ τὸν τοκετὸν ῥύσις, Ἱππ. 239. 32., 240. 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21· (ἡ λοχίη κάθαρσις Ἱππ. 601. 48, κτλ). 2) αὐτὸς ὁ τοκετός, γέννα, Ἀνθ. Π. 7. 375., 9. 311.