προστρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(13_6b)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέπω]]), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προστραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als [[ἱκέτης]], an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προσκυνεῖν erkl., προστρέπεσθαι θεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προστραπέσθαι τούσδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, [[προστρέπω]], Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα, Eur. Suppl. 1194.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέπω]]), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προστραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als [[ἱκέτης]], an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προσκυνεῖν erkl., προστρέπεσθαι θεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προστραπέσθαι τούσδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, [[προστρέπω]], Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα, Eur. Suppl. 1194.
}}
{{ls
|lstext='''προστρέπω''': [[ἱκετεύω]], τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, [[προστρέπω]] Σοφ. Αἴ. 831· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μὴ μ’ ἀτιμάσῃς…, ὧν (= τούτων ἃ) σε [[προστρέπω]] φράσαι Σοφ. Ο. Κ. 50· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., δέομαι ἵνα... ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 1195· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρ. [[δῶμα]], δόμους Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15, Αἰσχύλ. 205· τὴν Διὸς… Ἐργάνην Σοφ. Ἀποσπ. 724· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, [[οἷον]] Αἰλ. π. Ζ. 15. 21, Πλουτ. Κλεομ. 39, κτλ. - Παθ., [[ἁπλῶς]], τρέπομαι, εἰς ἀναισχυντίαν Πλάτ. Νόμ. 919C. 2) [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] (ὡς [[ἐχθρός]]), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πινδ. Ν. 4. 90. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[ἐπιφέρω]], [[ἐπισύρω]] κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς ἢ [[κάμνω]] τι ὑπόθεσιν προστροπῆς, τὴν πάθην Πλάτ. Νόμ. 866Β.
}}
}}

Revision as of 10:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστρέπω Medium diacritics: προστρέπω Low diacritics: προστρέπω Capitals: ΠΡΟΣΤΡΕΠΩ
Transliteration A: prostrépō Transliteration B: prostrepō Transliteration C: prostrepo Beta Code: prostre/pw

English (LSJ)

   A turn towards, esp. towards a god as a suppliant, approach with prayer, supplicate, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω S.Aj.831: c. acc. pers. et inf., entreat one to do, μή μ' ἀτιμάσῃς... ὧν( = τούτων ἃ) σε προστρέπω φράσαι Id.OC50: c. acc. rei et inf., pray that . ., ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα E.Supp.1195:—Med., with aor. προσετραπόμην Hom.Epigr.15.1; π. δῶμα, δόμους, Hom. l.c., A.Eu.205; τὴν Διὸς . . Ἐργάνην S.Fr.844: in late Prose, Plu.Cleom.39, Ael. NA15.21, etc.; reverence, celebrate, τινα Plu.2.1117a.    2 approach (as an enemy), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Pi.N.4.55codd.    II Med., make a matter of supplication, appeal to, τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην Pl.Lg.866b.

German (Pape)

[Seite 783] (s. τρέπω), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προστραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als ἱκέτης, an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προσκυνεῖν erkl., προστρέπεσθαι θεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προστραπέσθαι τούσδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω, Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα, Eur. Suppl. 1194.

Greek (Liddell-Scott)

προστρέπω: ἱκετεύω, τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, προστρέπω Σοφ. Αἴ. 831· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μὴ μ’ ἀτιμάσῃς…, ὧν (= τούτων ἃ) σε προστρέπω φράσαι Σοφ. Ο. Κ. 50· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., δέομαι ἵνα... ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 1195· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρ. δῶμα, δόμους Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15, Αἰσχύλ. 205· τὴν Διὸς… Ἐργάνην Σοφ. Ἀποσπ. 724· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, οἷον Αἰλ. π. Ζ. 15. 21, Πλουτ. Κλεομ. 39, κτλ. - Παθ., ἁπλῶς, τρέπομαι, εἰς ἀναισχυντίαν Πλάτ. Νόμ. 919C. 2) προσεγγίζω, πλησιάζω (ὡς ἐχθρός), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πινδ. Ν. 4. 90. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἐπιφέρω, ἐπισύρω κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς ἢ κάμνω τι ὑπόθεσιν προστροπῆς, τὴν πάθην Πλάτ. Νόμ. 866Β.