σαρκοφαγέω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(13_1)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; [[μέλη]], zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; [[μέλη]], zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.
}}
{{ls
|lstext='''σαρκοφᾰγέω''': ἐσθίω σάρκας, εἶμαι [[σαρκοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. [[μέλη]], σπαράττω εἰς τεμάχια, [[κατακόπτω]], Ἀνθ. Π. 5. 151.
}}
}}

Revision as of 10:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰγέω Medium diacritics: σαρκοφαγέω Low diacritics: σαρκοφαγέω Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΓΕΩ
Transliteration A: sarkophagéō Transliteration B: sarkophageō Transliteration C: sarkofageo Beta Code: sarkofage/w

English (LSJ)

   A eat flesh, be carnivorous, Arist.HA628b33, PA662b1, al.    II c. acc., eat the flesh of, ἀνθρώπους D.S.1.89; σ. τὰς ζῴων σάρκας Id.5.39; σ. μέλη eat the flesh of my limbs, AP5.150 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; μέλη, zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰγέω: ἐσθίω σάρκας, εἶμαι σαρκοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. μέλη, σπαράττω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, Ἀνθ. Π. 5. 151.