ἀποβιάζομαι: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(13_2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποβιάζομαι''': ἀποθ., [[ἐκβιάζω]], ὠθῶ [[ὀπίσω]], [[ἐξαναγκάζω]] [[ὀπίσω]], τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, [[αὐτόθι]] 2. 8, 11. 2) [[ἀναγκάζω]] τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, [[βιάζω]], τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: [[ἐξαναγκάζω]], [[διέρχομαι]] διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ [[ἄνωθεν]] ἑπιόντος ὕδατος [[αὐτόθι]] 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -[[βιάζω]] ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
A force away, force back, τὸ ὑγρόν Arist.IA714a19; τὸ κωλῦον Id.Pr.903b5, cf. GA737b29, Mete.368b10, PPetr.3p.39 (iii B.C.):—Pass., to be forced away or back, X.Cyr.4.2.24, Arist.Mete. 364a29; ἀ. εἰς ἐλάττω τόπον to be forced into... ib.366b11. 2 treat with violence, τινά Plb.16.24.5: abs., 33.9.5, cf. SIG629.20 (Delph., ii B. C.), Wilcken Chr.11A 30 (ii B. C.): metaph., κατὰ τὰς λέξεων ὁμιλίας Phld. Oec.p.59J. II abs., use force, X.Cyr.3.1.19, Arist. Mete.364b8, al.: force its way, ib.351a6:—Act. ἀπο-βιάζω, Sch.Theoc. 6.18.
German (Pape)
[Seite 297] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβιάζομαι: ἀποθ., ἐκβιάζω, ὠθῶ ὀπίσω, ἐξαναγκάζω ὀπίσω, τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, αὐτόθι 2. 8, 11. 2) ἀναγκάζω τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, βιάζω, τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: ἐξαναγκάζω, διέρχομαι διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ ἄνωθεν ἑπιόντος ὕδατος αὐτόθι 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -βιάζω ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.