κωμῳδία: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(13_7_2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1545.png Seite 1545]] ἡ, komischer Gesang, <b class="b2">Comödie</b>; entweder von [[κῶμος]] u. ᾠδή, eigtl. Gesang beim frohen Gelage, Freudengesang, Lustspiel, denn das ursprüngliche Element der Comödie war lyrisch, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 363 Müller's Dorier II p. 351; oder, minder wahrscheinlich, von [[κώμη]], Dorfgesang, weil sie ursprünglich bei der Weinlese in den Dörfern aufgeführt wurde, vgl. Arist. poet. 3, 5. 6, der diese Ableitung keineswegs billigt, sondern sie als eine von den Doriern besonders gegebene bezeichnet, da die Benennung des Dorfes [[κώμη]] ursprünglich dorisch sei, dem attischen [[δῆμος]] entsprechend; oder, ganz wunderlich, nach den prolegom. Schol. Ar. von [[κῶμα]], gleichsam Schlafgesang, der von den armen Landleuten vor den Häusern der reichen Städter angestimmt wurde, wenn diese in tiefem Schlafe lagen, um sie zu verhöhnen. – Man unterscheidet übrigens die alte Comödie, ἀρχαία oder παλαιά, die mittlere, [[μέση]], u. die neue, καινή oder νέα, s. Mein. hist. comic. – Κωμῳδίαν διδάσκειν, ποιεῖν u. ä., s. die Verba. – Uebh. <b class="b2">Verspottung</b>, Verhöhnung, ὅσα περὶ γέλωτά ἐστι παίγνια, ἃ δὴ κωμῳδίαν πάντες λέγομεν Plat. Legg. VII, 816 e. Daher VLL. ὕβρεις, διασυρμοί erkl. Vgl. noch Ath. X, 445 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1545.png Seite 1545]] ἡ, komischer Gesang, <b class="b2">Comödie</b>; entweder von [[κῶμος]] u. ᾠδή, eigtl. Gesang beim frohen Gelage, Freudengesang, Lustspiel, denn das ursprüngliche Element der Comödie war lyrisch, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 363 Müller's Dorier II p. 351; oder, minder wahrscheinlich, von [[κώμη]], Dorfgesang, weil sie ursprünglich bei der Weinlese in den Dörfern aufgeführt wurde, vgl. Arist. poet. 3, 5. 6, der diese Ableitung keineswegs billigt, sondern sie als eine von den Doriern besonders gegebene bezeichnet, da die Benennung des Dorfes [[κώμη]] ursprünglich dorisch sei, dem attischen [[δῆμος]] entsprechend; oder, ganz wunderlich, nach den prolegom. Schol. Ar. von [[κῶμα]], gleichsam Schlafgesang, der von den armen Landleuten vor den Häusern der reichen Städter angestimmt wurde, wenn diese in tiefem Schlafe lagen, um sie zu verhöhnen. – Man unterscheidet übrigens die alte Comödie, ἀρχαία oder παλαιά, die mittlere, [[μέση]], u. die neue, καινή oder νέα, s. Mein. hist. comic. – Κωμῳδίαν διδάσκειν, ποιεῖν u. ä., s. die Verba. – Uebh. <b class="b2">Verspottung</b>, Verhöhnung, ὅσα περὶ γέλωτά ἐστι παίγνια, ἃ δὴ κωμῳδίαν πάντες λέγομεν Plat. Legg. VII, 816 e. Daher VLL. ὕβρεις, διασυρμοί erkl. Vgl. noch Ath. X, 445 b. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κωμῳδία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 378, Νεφ. 522, Πλάτ. Πολ. 394C, κτλ.· μεταφορ., βίου [[τραγῳδία]] καὶ κ. Πλάτ. Φίληβ. 50Β, πρβλ. Νόμ. 816Ε, ― Δύο ἐτυμολογίαι προβάλλονται: ἡ μὲν ἐκ τοῦ [[κῶμος]], = τὸ ᾆσμα τοῦ κώμου, ἣν ἀσπάζονται οἱ ὑπολαμβάνοντες τὴν κωμῳδίαν ὡς ἀρξαμένην ἐκ τῶν φαλλικῶν χορικῶν ᾀσμάτων, ἡ δὲ ἑτέρα ἐκ τοῦ [[κώμη]], = δηλ. ᾠδὴ ἀγροτική, ὅρα Βεντλεΰου Φάλαριν 337 κἑξ. Τὴν πρώτην [[διαρρήδην]] ἀπορρίπτει ὁ Ἀριστ., ἐνῷ τὴν δευτέραν μνημονεύει ὡς σχετιζομένην πρὸς τὴν ἀξίωσιν τῶν Δωριέων ὅτι αὐτοὶ ἐπενόησαν τὴν κωμῳδίαν, καθ’ ὅσον [[κώμη]] [[εἶναι]] παρ’ αὐτοῖς ὅ,τι παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ [[δῆμος]], πρβλ. Ποιητ. 3, 6 πρὸς 4, 14. Τὰ ἀρχαιότατα ἴχνη τῆς κωμῳδίας εὑρίσκονται βεβαίως ἐν Δωρικαῖς πόλεσιν, ἐν Μεγάροις δηλ. καὶ Σικελίᾳ, [[ἔνθα]] Ἐπίχαρμος ὁ Κῷος ἔγραψε περὶ τὰ 500 π. Χ.· ἡ δὲ [[τέχνη]] λέγεται ὅτι εἶχε μετενεχθῇ μικρὸν πρότερον εἰς Ἀθήνας ὑπὸ Σουσαρίωνος τοῦ Μεγαρέως. Πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 3-5, Meineke εἰς Κωμικ. 1. 18, Mahaffy Hist. of Gr. Lit. 1. 397 κἑξ. ― Περὶ τῶν τριῶν περιόδων τῆς Ἀττικῆς κωμῳδίας παλαιᾶς, [[μέσης]] καὶ [[νέας]] ἴδε Meineke 1. 39 κἑξ., 271 κἑξ., 335 κἑξ. Ἡ ἀρχαία [[κωμῳδία]] εἶχεν ὀλίγην πλοκήν, καὶ ἐχρησίμευεν ὡς πολιτικὴ μηχανὴ πρὸς τὴν κατ’ [[ὄνομα]] προσβολὴν τῶν ἰσχυροτάτων προσώπων τῆς ἡμέρας, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀκράτου δημοκρατίας, λήγει δὲ ἡ [[περίοδος]] αὐτῆς κατὰ τὴν Ὀλυμπ. 96 (393 π. Χ.)· ἡ δὲ [[μέση]] [[κωμῳδία]] ἀπέβαλε τὸν χορὸν καὶ τὴν παράβασιν καὶ ἀπεῖχεν ἀπὸ προσωπικῶν κατ’ εὐθεῖαν προσβολῶν, ἂν καὶ ἐξηκολούθησε προσβάλλουσα [[ἐπίσημα]] πρόσωπα ὑπὸ πλαστὰ ὀνόματα, λήξασα κατὰ τὴν Ὀλυμπ. 110 (337 π. Χ.)· ἡ δὲ νέα ἦν ἡ σημερινὴ [[κωμῳδία]] ἠθῶν, καὶ κάλλιστα παραδείγματα [[εἶναι]] ὁ Πλαῦτος καὶ ὁ Τερέντιος. ― Ἐν Βοιωτ. Ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 1585-6, ἐν παραβολῇ πρὸς 1583-4) ποιητὴς παλαιᾶς καὶ καινῆς κωμῳδίας (ὁμοίως τῷ ποιητὴς παλαιᾶς καὶ καινῆς τραγῳδίας) φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν ἀρχαίαν λυρικὴν κωμῳδίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νέον σκηνικὸν [[εἶδος]], ἴδε Böckh. 1. σελ. 765. κἑξ.· ― ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφ. 2759, καινὴ κ. σημαίνει νέαν, δηλ. νῦν πρῶτον παρισταμένην, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἀρχαίαν κ. ὃ ἐστι καὶ [[ἄλλοτε]] παρασταθεῖσαν, Böckh. 2, σ. 509· πρβλ. [[καινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A comedy, Ar.Ach.378, Nu.522, Pl.R.394c, etc.; κ. ἀρχαία Plu.Luc.39, 2.711f, M.Ant.11.6; μέση ibid., Ath.11.482c; νέα Plu.2.712b. M.Ant. l.c.; κ. παλαιαί, καιναί, Arist.EN1128a22; κωμῳδιῶν ποιηταί OGI51.34 (Egypt, iii B.C.): generally, play, Plu.2.665e: metaph., βίου τραγῳδία καὶ κ. Pl.Phlb.50b. (From κῶμος: wrongly expld. by Dorian writers from κώμη, cf. Arist.Po.1448a37.)
German (Pape)
[Seite 1545] ἡ, komischer Gesang, Comödie; entweder von κῶμος u. ᾠδή, eigtl. Gesang beim frohen Gelage, Freudengesang, Lustspiel, denn das ursprüngliche Element der Comödie war lyrisch, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 363 Müller's Dorier II p. 351; oder, minder wahrscheinlich, von κώμη, Dorfgesang, weil sie ursprünglich bei der Weinlese in den Dörfern aufgeführt wurde, vgl. Arist. poet. 3, 5. 6, der diese Ableitung keineswegs billigt, sondern sie als eine von den Doriern besonders gegebene bezeichnet, da die Benennung des Dorfes κώμη ursprünglich dorisch sei, dem attischen δῆμος entsprechend; oder, ganz wunderlich, nach den prolegom. Schol. Ar. von κῶμα, gleichsam Schlafgesang, der von den armen Landleuten vor den Häusern der reichen Städter angestimmt wurde, wenn diese in tiefem Schlafe lagen, um sie zu verhöhnen. – Man unterscheidet übrigens die alte Comödie, ἀρχαία oder παλαιά, die mittlere, μέση, u. die neue, καινή oder νέα, s. Mein. hist. comic. – Κωμῳδίαν διδάσκειν, ποιεῖν u. ä., s. die Verba. – Uebh. Verspottung, Verhöhnung, ὅσα περὶ γέλωτά ἐστι παίγνια, ἃ δὴ κωμῳδίαν πάντες λέγομεν Plat. Legg. VII, 816 e. Daher VLL. ὕβρεις, διασυρμοί erkl. Vgl. noch Ath. X, 445 b.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῳδία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 378, Νεφ. 522, Πλάτ. Πολ. 394C, κτλ.· μεταφορ., βίου τραγῳδία καὶ κ. Πλάτ. Φίληβ. 50Β, πρβλ. Νόμ. 816Ε, ― Δύο ἐτυμολογίαι προβάλλονται: ἡ μὲν ἐκ τοῦ κῶμος, = τὸ ᾆσμα τοῦ κώμου, ἣν ἀσπάζονται οἱ ὑπολαμβάνοντες τὴν κωμῳδίαν ὡς ἀρξαμένην ἐκ τῶν φαλλικῶν χορικῶν ᾀσμάτων, ἡ δὲ ἑτέρα ἐκ τοῦ κώμη, = δηλ. ᾠδὴ ἀγροτική, ὅρα Βεντλεΰου Φάλαριν 337 κἑξ. Τὴν πρώτην διαρρήδην ἀπορρίπτει ὁ Ἀριστ., ἐνῷ τὴν δευτέραν μνημονεύει ὡς σχετιζομένην πρὸς τὴν ἀξίωσιν τῶν Δωριέων ὅτι αὐτοὶ ἐπενόησαν τὴν κωμῳδίαν, καθ’ ὅσον κώμη εἶναι παρ’ αὐτοῖς ὅ,τι παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ δῆμος, πρβλ. Ποιητ. 3, 6 πρὸς 4, 14. Τὰ ἀρχαιότατα ἴχνη τῆς κωμῳδίας εὑρίσκονται βεβαίως ἐν Δωρικαῖς πόλεσιν, ἐν Μεγάροις δηλ. καὶ Σικελίᾳ, ἔνθα Ἐπίχαρμος ὁ Κῷος ἔγραψε περὶ τὰ 500 π. Χ.· ἡ δὲ τέχνη λέγεται ὅτι εἶχε μετενεχθῇ μικρὸν πρότερον εἰς Ἀθήνας ὑπὸ Σουσαρίωνος τοῦ Μεγαρέως. Πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 3-5, Meineke εἰς Κωμικ. 1. 18, Mahaffy Hist. of Gr. Lit. 1. 397 κἑξ. ― Περὶ τῶν τριῶν περιόδων τῆς Ἀττικῆς κωμῳδίας παλαιᾶς, μέσης καὶ νέας ἴδε Meineke 1. 39 κἑξ., 271 κἑξ., 335 κἑξ. Ἡ ἀρχαία κωμῳδία εἶχεν ὀλίγην πλοκήν, καὶ ἐχρησίμευεν ὡς πολιτικὴ μηχανὴ πρὸς τὴν κατ’ ὄνομα προσβολὴν τῶν ἰσχυροτάτων προσώπων τῆς ἡμέρας, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀκράτου δημοκρατίας, λήγει δὲ ἡ περίοδος αὐτῆς κατὰ τὴν Ὀλυμπ. 96 (393 π. Χ.)· ἡ δὲ μέση κωμῳδία ἀπέβαλε τὸν χορὸν καὶ τὴν παράβασιν καὶ ἀπεῖχεν ἀπὸ προσωπικῶν κατ’ εὐθεῖαν προσβολῶν, ἂν καὶ ἐξηκολούθησε προσβάλλουσα ἐπίσημα πρόσωπα ὑπὸ πλαστὰ ὀνόματα, λήξασα κατὰ τὴν Ὀλυμπ. 110 (337 π. Χ.)· ἡ δὲ νέα ἦν ἡ σημερινὴ κωμῳδία ἠθῶν, καὶ κάλλιστα παραδείγματα εἶναι ὁ Πλαῦτος καὶ ὁ Τερέντιος. ― Ἐν Βοιωτ. Ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 1585-6, ἐν παραβολῇ πρὸς 1583-4) ποιητὴς παλαιᾶς καὶ καινῆς κωμῳδίας (ὁμοίως τῷ ποιητὴς παλαιᾶς καὶ καινῆς τραγῳδίας) φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν ἀρχαίαν λυρικὴν κωμῳδίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νέον σκηνικὸν εἶδος, ἴδε Böckh. 1. σελ. 765. κἑξ.· ― ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφ. 2759, καινὴ κ. σημαίνει νέαν, δηλ. νῦν πρῶτον παρισταμένην, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἀρχαίαν κ. ὃ ἐστι καὶ ἄλλοτε παρασταθεῖσαν, Böckh. 2, σ. 509· πρβλ. καινός.