χηλαργός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(13_2)
(46)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1352.png Seite 1352]] dor. [[χαλαργός]], hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1352.png Seite 1352]] dor. [[χαλαργός]], hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, και [[χήλαργος]], -ον, και δωρ. τ. [[χαλαργός]] -όν και χάλαργος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, [[γοργοπόδαρος]] («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις [[οὕτως]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλαργούς<br />τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, [[οἷον]] ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[οπλή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] (Ι) «[[ταχύς]], [[λευκός]], [[στιλπνός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηλαργός Medium diacritics: χηλαργός Low diacritics: χηλαργός Capitals: ΧΗΛΑΡΓΟΣ
Transliteration A: chēlargós Transliteration B: chēlargos Transliteration C: chilargos Beta Code: xhlargo/s

English (LSJ)

Dor. χᾱλ-, όν, (χηλή)

   A with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.

Greek Monolingual

-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].