ἐπιάχω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0927.png Seite 927]] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε [[λαός]] 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0927.png Seite 927]] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε [[λαός]] 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιάχω''': ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, [[κραυγάζω]], ὅσσον τ’ [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. [[ἐπευφημέω]] ῑ ἐν τῷ παρατ. [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσ..
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐάχω Medium diacritics: ἐπιάχω Low diacritics: επιάχω Capitals: ΕΠΙΑΧΩ
Transliteration A: epiáchō Transliteration B: epiachō Transliteration C: epiacho Beta Code: e)pia/xw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403.    2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.

German (Pape)

[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..