συναπτός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(13_4)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] adj. verb. von [[συνάπτω]], verbunden; χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar. Eccl. 508, sollte richtiger συνάπτους accentuirt sein, aber συναπτὰς πράξεις Arist. rhet. ad Alex. 32. – Adv., Eust. 664, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] adj. verb. von [[συνάπτω]], verbunden; χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar. Eccl. 508, sollte richtiger συνάπτους accentuirt sein, aber συναπτὰς πράξεις Arist. rhet. ad Alex. 32. – Adv., Eust. 664, 19.
}}
{{ls
|lstext='''συναπτός''': -όν, ἢ ή, όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ [[ὁμοῦ]] συνημμένος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, [[συνεχής]], χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 508· συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 32, 2· [[χρόνος]] Ψελλ.· ― ἡ συναπτὴ (ἐξυπακ. εὐχὴ) = τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ διακονικὰ Στουδ. 1688C, 1717D, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 94, 19, 609. ― Ἐν τῷ Εὐχολογίῳ ἡ [[μεγάλη]] συναπτὴ ἄρχεται [[οὕτως]]: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ κυρίου δεηθῶμεν», ἡ δὲ μικρὰ συναπτὴ [[οὕτως]]: «ἔτι καὶ ἔτι τοῦ κυρίου δεηθῶμεν». ― Ἐπίρρ. συναπτῶς, «[[ἄφαρ]], [[ἤγουν]] [[εὐθέως]] καὶ ὡς εἰπεῖν συναπτῶς ([[ἔνθα]] διάφ. γραφ. «συναπτικῶς»)» Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169, πρβλ. τοῦ αὐτ. εἰς Ἰλ. Α. 594. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ συνάψῃ ἢ ἑνώσῃ, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. περὶ Φυσικ. Ἀκροάσ. 4, σ. 128.
}}
}}

Revision as of 09:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπτός Medium diacritics: συναπτός Low diacritics: συναπτός Capitals: ΣΥΝΑΠΤΟΣ
Transliteration A: synaptós Transliteration B: synaptos Transliteration C: synaptos Beta Code: sunapto/s

English (LSJ)

όν, or ή, όν (v. infr.),

   A joined together, linked together, Χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar.Ec.508; συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Arist.Rh.Al.1438b18. Adv. -τῶς, gloss on ἄφαρ, Eust.158.39; = continuatim, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1003] adj. verb. von συνάπτω, verbunden; χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar. Eccl. 508, sollte richtiger συνάπτους accentuirt sein, aber συναπτὰς πράξεις Arist. rhet. ad Alex. 32. – Adv., Eust. 664, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συναπτός: -όν, ἢ ή, όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ὁμοῦ συνημμένος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, συνεχής, χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 508· συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 32, 2· χρόνος Ψελλ.· ― ἡ συναπτὴ (ἐξυπακ. εὐχὴ) = τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ διακονικὰ Στουδ. 1688C, 1717D, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 94, 19, 609. ― Ἐν τῷ Εὐχολογίῳ ἡ μεγάλη συναπτὴ ἄρχεται οὕτως: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ κυρίου δεηθῶμεν», ἡ δὲ μικρὰ συναπτὴ οὕτως: «ἔτι καὶ ἔτι τοῦ κυρίου δεηθῶμεν». ― Ἐπίρρ. συναπτῶς, «ἄφαρ, ἤγουν εὐθέως καὶ ὡς εἰπεῖν συναπτῶς (ἔνθα διάφ. γραφ. «συναπτικῶς»)» Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169, πρβλ. τοῦ αὐτ. εἰς Ἰλ. Α. 594. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ συνάψῃ ἢ ἑνώσῃ, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. περὶ Φυσικ. Ἀκροάσ. 4, σ. 128.