ἐκδοχή: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(13_6a)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν [[ἄλλην]] ἐκδοχὴν πομποῦ [[πυρός]] Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῦ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσθαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν [[ἄλλην]] ἐκδοχὴν πομποῦ [[πυρός]] Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῦ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσθαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκδοχή''': ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, [[διαδοχή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. [[ἑρμηνεία]], καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = [[προσδοκία]], Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδοχή Medium diacritics: ἐκδοχή Low diacritics: εκδοχή Capitals: ΕΚΔΟΧΗ
Transliteration A: ekdochḗ Transliteration B: ekdochē Transliteration C: ekdochi Beta Code: e)koxh/

English (LSJ)

ἡ, Arc. ἐσδοκά IG 5(2).6.40 :—

   A receiving from or at the hands of another, succession, πομποῦ πυρός A.Ag.299 ; ἐκδοχαῖς ἐπιφέρει θεὸς κακόν E.Hipp. 866 ; ἐ. ποιεῖσθαι πολέμου to continue the war, Aeschin.2.30.    2 receiving, containing, ὄμβρων J.BJ5.4.3, cf. Paul. Aeg.6.106.    II taking or understanding in a certain sense, interpretation, ἐ. ποιεῖσθαι Plb.3.29.4, cf. UPZ110.86 (ii B.C.) ; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι.. Plb.22.7.6, cf.SIG557.18 (Magn.Mae., iii B.C.), Sch.Pi.O.13.100.    III = προσδοκία, κρίσεως Ep.Hebr.10.27.    IV = ἀποδοχή, recognition for services rendered, IG12(5).722.8 (Andros).    V giving of security, προειδὼς ἀσφαλῆ τὴν ἐ. οὖσαν PSI 4.349 (iii B.C.).    VI contract, IG5(2).l.c.

German (Pape)

[Seite 758] ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῦ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσθαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδοχή: ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, διαδοχή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. ἑρμηνεία, καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = προσδοκία, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27