ὑποκονίω: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(13_4) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1221.png Seite 1221]] ein wenig bestäuben, bes. den Weinstock od. die Weintrauben beim Behacken bestäuben, pulverare, wie [[ὑποσκάπτω]], Theophr. – Med. von den Ringern, sich mit dem Ringerstaube bestreuen, dah. sich zum Kampfe rüsten, Plut. Pomp. 53 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1221.png Seite 1221]] ein wenig bestäuben, bes. den Weinstock od. die Weintrauben beim Behacken bestäuben, pulverare, wie [[ὑποσκάπτω]], Theophr. – Med. von den Ringern, sich mit dem Ringerstaube bestreuen, dah. sich zum Kampfe rüsten, Plut. Pomp. 53 u. öfter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποκονίω''': μέλλ. -ίσω [ῑ], [[καλύπτω]] διὰ κόνεως ἢ χώματος, [[μάλιστα]] σκάπτων [[πέριξ]] τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ [[ὑποσκάπτω]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, [[τρίβω]] τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, ([[διότι]] τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ [[ἑπομένως]] ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:17, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A put dust to the roots, esp. by digging (cf. ὑποσκάπτω), Id.HP2.7.5. II Med., of wrestlers, sprinkle oneself with dust, in preparation for the contest, τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Com.Adesp.401: metaph., Plu.2.614d.
German (Pape)
[Seite 1221] ein wenig bestäuben, bes. den Weinstock od. die Weintrauben beim Behacken bestäuben, pulverare, wie ὑποσκάπτω, Theophr. – Med. von den Ringern, sich mit dem Ringerstaube bestreuen, dah. sich zum Kampfe rüsten, Plut. Pomp. 53 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκονίω: μέλλ. -ίσω [ῑ], καλύπτω διὰ κόνεως ἢ χώματος, μάλιστα σκάπτων πέριξ τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ ὑποσκάπτω, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, τρίβω τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, (διότι τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ ἑπομένως ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix.