κτῆσις: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(13_6b) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] ἡ, das <b class="b2">Erwerben</b>, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der <b class="b2">Besitz</b> = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] ἡ, das <b class="b2">Erwerben</b>, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der <b class="b2">Besitz</b> = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κτῆσις''': -εως, ([[κτάομαι]]) τὸ κτᾶσθαί τι, «[[ἀπόκτησις]]», ἀντίθετ. τῷ [[ἀπόλαυσις]] καὶ [[χρῆσις]] (Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Ἠθικ. Ν. 1. 8, 8, ἀλλ.)· κτῆσίν τινος ποεῖσθαι Θουκ. 1. 8, 13· ἡ τῶν χρημάτων κτ. Πλάτ. Πολ. 331Β· ἐπιστήμης, τῆς φρονήσεως, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D, κ. ἀλλ.· ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Ἀλκιδάμ. σ. 79 Reisk.· κατ’ ἔργου κτῆσιν, κατὰ τὴν ἐν τῷ ἔργῳ ἐπιτυχίαν, Σοφ. Τρ. 230. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πρκμ.) [[κτῆσις]], [[κτῆμα]], λέχους, πλούτου, κτλ., αυτόθι 162, Ἠλ. 960· κτ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Θουκ. 4. 105· διὰ τὴν τῶν υἱέων κτ., [[ἐπειδὴ]] ἔχετε υἱούς, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ἱματίων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64D· φέροντας... ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενὸς Δημ. 328. 14· [[κτῆσις]] ἐκ δεσπότου καὶ δούλου συνέστηκεν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6. 2) περιληπτικῶς = κτήματα, [[περιουσία]], διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158· κτῆσιν ὄπασσεν Ὀδ. Ξ. 62· πατρῴα κτ. Σοφ. Ἠλ. 1290· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 114, Πλάτ. Φαίδων 64D, κτλ.· ἀρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι Σοφ. Ἀποσπ. 202· ― [[κυρίως]], ἀγροί, «κτήματα», «ὑποστατικά», Διον. Ἁλ. 14. 29, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (κτάομαι)
A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6), κ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8, 13; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd.288d; ῥᾳδίαν ἔχει <τὴν> κτῆσιν Alcid.Soph.5; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr.230. II (from pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib.162, El.960, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105; ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R.331b; διὰ τὴν τῶν υἱέων κ. on account of your having sons, Id.Ap.20b; ἱματίων Id.Phd.64d; φέροντας . . ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308; κ. ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol.1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy.237 viii 35, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25 (Epid., ii B.C.). 2 as collective, = κτήματα, possessions, property, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158; κ. ὄπασσεν Od.14.62; πατρῴα κ. S.El.1290; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285; ἡ ἰδία κ. POxy.237 viii 32 (i A.D.): in pl., Hdt.4.114, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι . . αἱ κ. μόναι S.Fr.194; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1519] ἡ, das Erwerben, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der Besitz = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κτῆσις: -εως, (κτάομαι) τὸ κτᾶσθαί τι, «ἀπόκτησις», ἀντίθετ. τῷ ἀπόλαυσις καὶ χρῆσις (Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Ἠθικ. Ν. 1. 8, 8, ἀλλ.)· κτῆσίν τινος ποεῖσθαι Θουκ. 1. 8, 13· ἡ τῶν χρημάτων κτ. Πλάτ. Πολ. 331Β· ἐπιστήμης, τῆς φρονήσεως, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D, κ. ἀλλ.· ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Ἀλκιδάμ. σ. 79 Reisk.· κατ’ ἔργου κτῆσιν, κατὰ τὴν ἐν τῷ ἔργῳ ἐπιτυχίαν, Σοφ. Τρ. 230. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πρκμ.) κτῆσις, κτῆμα, λέχους, πλούτου, κτλ., αυτόθι 162, Ἠλ. 960· κτ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Θουκ. 4. 105· διὰ τὴν τῶν υἱέων κτ., ἐπειδὴ ἔχετε υἱούς, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ἱματίων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64D· φέροντας... ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενὸς Δημ. 328. 14· κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου συνέστηκεν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6. 2) περιληπτικῶς = κτήματα, περιουσία, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158· κτῆσιν ὄπασσεν Ὀδ. Ξ. 62· πατρῴα κτ. Σοφ. Ἠλ. 1290· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 114, Πλάτ. Φαίδων 64D, κτλ.· ἀρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι Σοφ. Ἀποσπ. 202· ― κυρίως, ἀγροί, «κτήματα», «ὑποστατικά», Διον. Ἁλ. 14. 29, κτλ.