ἑλκαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλκαίνω''': ([[ἕλκος]]) ἔχω [[ἕλκος]], ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 ([[ἔνθα]] τὸ φόνῳ τῷ [[πρόσθεν]], ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, [[εἶναι]] ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ). | |lstext='''ἑλκαίνω''': ([[ἕλκος]]) ἔχω [[ἕλκος]], ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 ([[ἔνθα]] τὸ φόνῳ τῷ [[πρόσθεν]], ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, [[εἶναι]] ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être blessé.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἕλκανον)
A fester, A.Ch.843.
German (Pape)
[Seite 798] an einer Wunde leiden, verwundet sein, Aesch. Ch. 830.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκαίνω: (ἕλκος) ἔχω ἕλκος, ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 (ἔνθα τὸ φόνῳ τῷ πρόσθεν, ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, εἶναι ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être blessé.
Étymologie: ἕλκος.