πικρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρίδιος''': -α, -ον, [[ὑπόπικρος]], «πικρούτσικος», σῦκα Ἀθήν. 78Α.
|lstext='''πικρίδιος''': -α, -ον, [[ὑπόπικρος]], «πικρούτσικος», σῦκα Ἀθήν. 78Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[κάπως]] [[πικρός]], ο [[πικρούτσικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πικρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεσ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίδιος Medium diacritics: πικρίδιος Low diacritics: πικρίδιος Capitals: ΠΙΚΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: pikrídios Transliteration B: pikridios Transliteration C: pikridios Beta Code: pikri/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A somewhat bitter, σῦκα Ath.3.78a.

German (Pape)

[Seite 614] bitterlich, von einer Feigenart, Ath. III, 78 a.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίδιος: -α, -ον, ὑπόπικρος, «πικρούτσικος», σῦκα Ἀθήν. 78Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως πικρός, ο πικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. μεσ-ίδιος)].