κάρνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρνος''': «[[φθείρ]]. [[βόσκημα]], [[πρόβατον]]» Ἡσύχ. | |lstext='''κάρνος''': «[[φθείρ]]. [[βόσκημα]], [[πρόβατον]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρνος]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> [[ψείρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα [[κέρας]], [[κάρα]]. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα [[κόρις]], [[κάρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (cf. κέρας) expld. by Hsch. as βόσκημα, πρόβατον, i.e.
A ram:—hence καρνοστάσιον, τό, pen, fold, Id. II = φθειρ, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κάρνος: «φθείρ. βόσκημα, πρόβατον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάρνος, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. πρόβατο
2. ψείρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα κέρας, κάρα. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα κόρις, κάρον.