κάρνος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(6_3)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρνος''': «[[φθείρ]]. [[βόσκημα]], [[πρόβατον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''κάρνος''': «[[φθείρ]]. [[βόσκημα]], [[πρόβατον]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρνος]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> [[ψείρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα [[κέρας]], [[κάρα]]. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα [[κόρις]], [[κάρον]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρνος Medium diacritics: κάρνος Low diacritics: κάρνος Capitals: ΚΑΡΝΟΣ
Transliteration A: kárnos Transliteration B: karnos Transliteration C: karnos Beta Code: ka/rnos

English (LSJ)

ὁ, (cf. κέρας) expld. by Hsch. as βόσκημα, πρόβατον, i.e.

   A ram:—hence καρνοστάσιον, τό, pen, fold, Id.    II = φθειρ, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κάρνος: «φθείρ. βόσκημα, πρόβατον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάρνος, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. πρόβατο
2. ψείρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα κέρας, κάρα. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα κόρις, κάρον.