ἀμφορεύς: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφορεύς''': έως, ὁ, αἰτ. ἀμφορέα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πληθ. ἀμφορῆς ὁ αὐτ. Νεφ. 1203: - [[εἶδος]] ὑδρίας [[μετὰ]] στενοῦ λαιμοῦ (στενόστομον τὸ [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 107, πρβλ. [[ἴσθμιον]] ΙΙΙ), Ἡρόδ. 4. 163, Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, κτλ.· ἐν χρήσει διὰ διαφόρους σκοπούς, ἰδίως δὲ πρὸς ἐναπόθεσιν οἴνου καὶ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 808· ἢ ὕδατος, Εὐρ. Κύκλ. 327, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πρὸς ἐναπόθεσιν στέατος ἢ τεταριχευμένων ἰχθύων, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· [[ὡσαύτως]] [[κάλπη]] πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας τοῦ νεκροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 303. ΙΙ. [[μέτρον]] ὑγρῶν = τῷ μετρητὴς (Φιλύλλ. ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Μοῖρ., κτλ.), ἰσούμενον 1 ½ Ρωμαϊκ. amphorae ἢ σχεδὸν 9 γαλλώνια, Ἡρόδ. 1. 51., Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 48 καὶ 53. Δημ., κτλ. (συντετμ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀμφιφορεύς]], ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε δύο λαβάς). | |lstext='''ἀμφορεύς''': έως, ὁ, αἰτ. ἀμφορέα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πληθ. ἀμφορῆς ὁ αὐτ. Νεφ. 1203: - [[εἶδος]] ὑδρίας [[μετὰ]] στενοῦ λαιμοῦ (στενόστομον τὸ [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 107, πρβλ. [[ἴσθμιον]] ΙΙΙ), Ἡρόδ. 4. 163, Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, κτλ.· ἐν χρήσει διὰ διαφόρους σκοπούς, ἰδίως δὲ πρὸς ἐναπόθεσιν οἴνου καὶ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 808· ἢ ὕδατος, Εὐρ. Κύκλ. 327, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πρὸς ἐναπόθεσιν στέατος ἢ τεταριχευμένων ἰχθύων, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· [[ὡσαύτως]] [[κάλπη]] πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας τοῦ νεκροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 303. ΙΙ. [[μέτρον]] ὑγρῶν = τῷ μετρητὴς (Φιλύλλ. ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Μοῖρ., κτλ.), ἰσούμενον 1 ½ Ρωμαϊκ. amphorae ἢ σχεδὸν 9 γαλλώνια, Ἡρόδ. 1. 51., Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 48 καὶ 53. Δημ., κτλ. (συντετμ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀμφιφορεύς]], ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε δύο λαβάς). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> amphore;<br /><b>2</b> mesure de 6 conges <i>(env. 20 l.) pour liquides</i>.<br />'''Étymologie:''' p. [[ἀμφιφορεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ: acc.
A ἀμφορέα Ar.Fr.299: dual ἀμφορῆ Telecl.2 D.: pl. ἀμφορῆς Ar.Nu.1203:—jar with narrow neck (στενόστομον τὸ τεῦχος Id.Fr. 108), Hdt.4.163, Ar.Nu.1203, etc.; used for various purposes, esp. for keeping wine in, Pl.807, Fr.299; or milk, E.Cyc.327; for pickles, X. An.5.4.28. 2 ornament in shape of vase, ὅρμος -έων IG11(2).161B 38 (Delos, iii B.C.), cf. SIG2588.199 (ib., ii B.C.). II liquid measure, = μετρητής (Philyll.7, Moer.45, etc.), 1 1/2 Roman amphorae or nearly 9 gallons, Hdt.1.51, IG3.38, D.43.8, etc. (Shortened form of ἀμφιφορεύς, q.v., from having two handles.)
German (Pape)
[Seite 146] έως, ὁ, abgekürzte Form von ἀμφιφορεύς, 1) Gefäß mit zwei Henkeln, bes. zu Wein, Ar. Plut. 807; vgl. Nub. 1185 ἀμφορῆς νενησμένοι. vollgepfropfte u. desh. unbehülfliche Krüge, Wolf vgl. Theekessel; zu Milch, Eur. Cycl. 326; zum Einpökeln des Fleisches, Xen. An. 5, 4, 28. Bei Soph. frg. 303 Todtenurne. – 2) ein bestimmtes Maaß für Flüssigkeiten, Her. 1. 51. Nach Poll. 10, 70 = μετρητής, aber nach Moer. attische Form dafür, vgl. die römische amphora.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορεύς: έως, ὁ, αἰτ. ἀμφορέα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πληθ. ἀμφορῆς ὁ αὐτ. Νεφ. 1203: - εἶδος ὑδρίας μετὰ στενοῦ λαιμοῦ (στενόστομον τὸ τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 107, πρβλ. ἴσθμιον ΙΙΙ), Ἡρόδ. 4. 163, Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, κτλ.· ἐν χρήσει διὰ διαφόρους σκοπούς, ἰδίως δὲ πρὸς ἐναπόθεσιν οἴνου καὶ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 808· ἢ ὕδατος, Εὐρ. Κύκλ. 327, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πρὸς ἐναπόθεσιν στέατος ἢ τεταριχευμένων ἰχθύων, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ὡσαύτως κάλπη πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας τοῦ νεκροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 303. ΙΙ. μέτρον ὑγρῶν = τῷ μετρητὴς (Φιλύλλ. ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Μοῖρ., κτλ.), ἰσούμενον 1 ½ Ρωμαϊκ. amphorae ἢ σχεδὸν 9 γαλλώνια, Ἡρόδ. 1. 51., Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 48 καὶ 53. Δημ., κτλ. (συντετμ. τύπος τοῦ ἀμφιφορεύς, ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε δύο λαβάς).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 amphore;
2 mesure de 6 conges (env. 20 l.) pour liquides.
Étymologie: p. ἀμφιφορεύς.