χαροπότης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰροπότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]] ὀφθαλμῶν· [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ [[λέξις]] εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· [[καθόλου]], [[λαμπρότης]], Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.
|lstext='''χᾰροπότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]] ὀφθαλμῶν· [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ [[λέξις]] εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· [[καθόλου]], [[λαμπρότης]], Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />couleur d’un bleu clair.<br />'''Étymologie:''' [[χαροπός]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροπότης Medium diacritics: χαροπότης Low diacritics: χαροπότης Capitals: ΧΑΡΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: charopótēs Transliteration B: charopotēs Transliteration C: charopotis Beta Code: xaropo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30.    2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d.    3 brightness, Simp. in Cat.298.15.

German (Pape)

[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
couleur d’un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.