σκυβαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(6_12) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ. | |lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκυβλίζω]] Α [[σκύβαλον]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[σκύβαλο]], [[απορρίπτω]] με [[περιφρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[βεβηλώνω]], [[ατιμάζω]], [[μιαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
A look on as dung, reject contemptuously, D.H.Orat.Vett. 1, cf. σκυβλίζω:—Pass., opp. λαμπρίζομαι, Pempel. ap. Stob.4.25.52, cf. LXX Si.26.26:—later σκῠβᾰλ-εύω, Sch.Luc.Nec.17 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 906] wie Koth achten, verächtlich behandeln, τινά, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠβᾰλίζω: θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, ἀπορρίπτω μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ λαμπρίζομαι, Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - ὡσαύτως σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σκυβλίζω Α σκύβαλον
1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση
2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω.