μυθιήτης: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_12) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡθιήτης''': ἴδε [[μυθίτης]]. | |lstext='''μῡθιήτης''': ἴδε [[μυθίτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυθιήτης]] και [[μυθίτης]], ὁ (Α)<br />ο [[στασιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιήτης</i> / -[[ίτης]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]] (για τη σημ. της λ. <b>πρβλ.</b> [[μύθαρχοι]], [[μυθητήρες]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, in pl.,
A = στασιασταί, στασιῶται, Anacr.16 (cf. μυθητῆρες, μύθαρχοι, μῦθος 111); in sg., οὐ μ., οὐ δικασπόλος κεῖνος (sc. Νίνος) Phoen.1.7.
German (Pape)
[Seite 214] ὁ, = μυθητής; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = στασιώτης. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν θυητής.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθιήτης: ἴδε μυθίτης.
Greek Monolingual
μυθιήτης και μυθίτης, ὁ (Α)
ο στασιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. -ιήτης / -ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. της λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)].