ἑνδέκατος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑνδέκατος''': -η, -ον, ἑνδεκάτη τε καὶ δωδεκάτη τε (ἐνν. [[ἡμέρα]]) Ὀδ. Β. 374· τῇ ἑνδεκάτῃ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας Ξεν. Ἀν. 1. 7. 18, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 2, κλ. - Ἑνδέκατος, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ τῶν Δελφῶν Βουκατίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F 90. | |lstext='''ἑνδέκατος''': -η, -ον, ἑνδεκάτη τε καὶ δωδεκάτη τε (ἐνν. [[ἡμέρα]]) Ὀδ. Β. 374· τῇ ἑνδεκάτῃ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας Ξεν. Ἀν. 1. 7. 18, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 2, κλ. - Ἑνδέκατος, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ τῶν Δελφῶν Βουκατίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F 90. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />onzième ; ἡ ἐνδεκάτη ([[ἡμέρα]]) le onzième jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕνδεκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A eleventh, Od.3.391, etc.; ἑνδεκάτη (sc. ἡμέρη), ἡ, eleventh day, 2.374.
German (Pape)
[Seite 832] η, ον, der elfte, von Hom. an überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνδέκατος: -η, -ον, ἑνδεκάτη τε καὶ δωδεκάτη τε (ἐνν. ἡμέρα) Ὀδ. Β. 374· τῇ ἑνδεκάτῃ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας Ξεν. Ἀν. 1. 7. 18, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 2, κλ. - Ἑνδέκατος, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ τῶν Δελφῶν Βουκατίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F 90.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
onzième ; ἡ ἐνδεκάτη (ἡμέρα) le onzième jour.
Étymologie: ἕνδεκα.