ἀγωνοθετέω: Difference between revisions
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγωνοθετέω''': μέλλ. -ήσω, ([[ἀγωνοθέτης]]) [[διευθύνω]] τοὺς ἀγῶνας, συγκροτῶ αὐτούς, Θουκ. 3. 38· [[συχν]]. ἐν Ἐπιγραφ.· ἀγ. [[Πύθια]], [[Ὀλύμπια]], Ἀνθ. II. 12. 255· μίμοις ἀγ., Πλούτ. 2. 621C. 2) [[μετὰ]] αἰτ., ἀγ. τινάς, [[περιπλέκω]], ἀναταράττω τινάς, Πολύβ. 9. 34. 3· ἀγ. στάσιν, πόλεμον, κτλ., ἀνακινῶ, [[διεγείρω]] πόλεμον, κτλ. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 45, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 3, 1. ΙΙ. ἐπιστατῶ, [[προεδρεύω]] τῶν ἀγώνων, Δημ. 119. 13, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 184Α. | |lstext='''ἀγωνοθετέω''': μέλλ. -ήσω, ([[ἀγωνοθέτης]]) [[διευθύνω]] τοὺς ἀγῶνας, συγκροτῶ αὐτούς, Θουκ. 3. 38· [[συχν]]. ἐν Ἐπιγραφ.· ἀγ. [[Πύθια]], [[Ὀλύμπια]], Ἀνθ. II. 12. 255· μίμοις ἀγ., Πλούτ. 2. 621C. 2) [[μετὰ]] αἰτ., ἀγ. τινάς, [[περιπλέκω]], ἀναταράττω τινάς, Πολύβ. 9. 34. 3· ἀγ. στάσιν, πόλεμον, κτλ., ἀνακινῶ, [[διεγείρω]] πόλεμον, κτλ. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 45, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 3, 1. ΙΙ. ἐπιστατῶ, [[προεδρεύω]] τῶν ἀγώνων, Δημ. 119. 13, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 184Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> organiser des jeux publics, faire fonction d’agonothète ; <i>p. anal.</i> ἀγ. στάσιν PLUT organiser une sédition;<br /><b>2</b> faire fonction d’arbitre, juger, décider.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνοθέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
A exhibit games, GDI1842 (Delph.), etc.; ἀ. Πύθια, Ὀλύμπια AP12.255 (Strat.); μίμοις ἀ. Plu.2.621c: metaph., Th.3.38. 2 c. acc., ἀ. τινάς embroil them, Plb.9.343; ἀ. στάσιν, πόλεμον, etc., stir up faction, war, etc., Plu.Cat.Mi.45, J.AJ17.3.1. II preside at the games, D.9.32, cf. Pl.Smp.184a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνοθετέω: μέλλ. -ήσω, (ἀγωνοθέτης) διευθύνω τοὺς ἀγῶνας, συγκροτῶ αὐτούς, Θουκ. 3. 38· συχν. ἐν Ἐπιγραφ.· ἀγ. Πύθια, Ὀλύμπια, Ἀνθ. II. 12. 255· μίμοις ἀγ., Πλούτ. 2. 621C. 2) μετὰ αἰτ., ἀγ. τινάς, περιπλέκω, ἀναταράττω τινάς, Πολύβ. 9. 34. 3· ἀγ. στάσιν, πόλεμον, κτλ., ἀνακινῶ, διεγείρω πόλεμον, κτλ. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 45, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 3, 1. ΙΙ. ἐπιστατῶ, προεδρεύω τῶν ἀγώνων, Δημ. 119. 13, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 184Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 organiser des jeux publics, faire fonction d’agonothète ; p. anal. ἀγ. στάσιν PLUT organiser une sédition;
2 faire fonction d’arbitre, juger, décider.
Étymologie: ἀγωνοθέτης.