φορμός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορμός''': ὁ, ([[φέρω]]) [[σκεῦος]] πλεκτόν, [[κόφινος]] πρὸς μεταφορὰν γεννημάτων ἢ ἄλλων πραγμάτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480· φορμ. ψάμμου Ἡρόδ. 8. 71· φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Πολύβ. 1. 19, 13, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 174· ― παροιμ., ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς, ἐπὶ ὑπηρεσίας γενομένης κατὰ τὴν ἀναγκαιοτάτην στιγμήν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 3. 2) [[στρῶμα]] πλεκτόν, Λατ. storea, Ἡρόδ. 3, 98· φ. [[σχίνινος]] Ἀριστοφ. Πλ. 542, Ἀποσπ. 227. 3) [[ἔνδυμα]] ναύτου ἐκ χονδροῦ ὑφάσματος, Θεόκρ. 21. 13, πρβλ. Παυσ. 10. 29, 8. ΙΙ. [[μέτρον]] σίτου, Λυσίας 164. 33· φ. πυρῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 813· ― [[περίπου]] ὅσον εἷς [[μέδιμνος]], Böckh. P. E. 1, σ. 111.
|lstext='''φορμός''': ὁ, ([[φέρω]]) [[σκεῦος]] πλεκτόν, [[κόφινος]] πρὸς μεταφορὰν γεννημάτων ἢ ἄλλων πραγμάτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480· φορμ. ψάμμου Ἡρόδ. 8. 71· φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Πολύβ. 1. 19, 13, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 174· ― παροιμ., ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς, ἐπὶ ὑπηρεσίας γενομένης κατὰ τὴν ἀναγκαιοτάτην στιγμήν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 3. 2) [[στρῶμα]] πλεκτόν, Λατ. storea, Ἡρόδ. 3, 98· φ. [[σχίνινος]] Ἀριστοφ. Πλ. 542, Ἀποσπ. 227. 3) [[ἔνδυμα]] ναύτου ἐκ χονδροῦ ὑφάσματος, Θεόκρ. 21. 13, πρβλ. Παυσ. 10. 29, 8. ΙΙ. [[μέτρον]] σίτου, Λυσίας 164. 33· φ. πυρῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 813· ― [[περίπου]] ὅσον εἷς [[μέδιμνος]], Böckh. P. E. 1, σ. 111.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tissu de jonc <i>ou</i> de sparte, <i>particul.</i><br /><b>1</b> panier <i>ou</i> corbeille pour transporter du grain;<br /><b>2</b> natte, tapis, couverture.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμός Medium diacritics: φορμός Low diacritics: φορμός Capitals: ΦΟΡΜΟΣ
Transliteration A: phormós Transliteration B: phormos Transliteration C: formos Beta Code: formo/s

English (LSJ)

ὁ, (φέρω)

   A basket for carrying corn, etc., Hes.Op.482, IG12.334.10, PSI4.332.13 (iii B. C.); φ. ψάμμου πλήρεες Hdt.8.71; φ. πληρούμενοι ψάμμου Aen.Tact.32.2; φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Plb.1.19.13, cf. Poll.7.174; prov., ὁ ἐν Αυκείῳ τὸν φορμὸν δούς 'a friend in need is a friend indeed', Arist.Rh.1385a28.    2 mat, Hdt.3.98, Ar.Pl. 542 (anap.), Thphr.HP2.6.11; φ. σχοίνινος Ar.Fr.172.    3 seaman's cloak of coarse plaited stuff, Theoc.21.13, Paus.10.29.8.    II a measure of corn, Lys.22.5; φ. πυρῶν Ar.Th.813 (anap.).    III sieve, διὰ φορμοῦ ἐκθλίψας Dsc.1.35.

German (Pape)

[Seite 1300] ὁ (mit εἴρω, ὅρμος zusammenhangend), 1) alles aus Binsen, Schilf Geflochtene; ein geflochtener Korb, um z. B. abgeschnittene Aehren darin zu sammeln und zu tragen, Hes. O. 484; zum Sandtragen, Her. 8, 71; φορμοὶ ἀχύροις σεσαγμένοι Pol. 1, 19, 13; – eine geflochtene Decke, Matte, Her. 3, 98; Arist. rhet. 2, 7; – ein Schifferkleid aus grobem, geflochtenem Zeuge, Theocr. 21, 13; Paus. 10, 29, 24. – 2) ein Bündel Holz, τῶν φρυγάνων D. L. 4, 1,6. – 3) ein Getreidemaaß, ungefähr so viel wie ein Medimnos, Lys. 22, 5, Gesetz μὴ πλείω σῖτον συνωνεῖσθαι πεντήκοντα φορμῶν; vgl. Böckh ath. Staatshaush. I p. 89; πυρῶν Ar. Th. 813.

Greek (Liddell-Scott)

φορμός: ὁ, (φέρω) σκεῦος πλεκτόν, κόφινος πρὸς μεταφορὰν γεννημάτων ἢ ἄλλων πραγμάτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480· φορμ. ψάμμου Ἡρόδ. 8. 71· φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Πολύβ. 1. 19, 13, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 174· ― παροιμ., ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς, ἐπὶ ὑπηρεσίας γενομένης κατὰ τὴν ἀναγκαιοτάτην στιγμήν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 3. 2) στρῶμα πλεκτόν, Λατ. storea, Ἡρόδ. 3, 98· φ. σχίνινος Ἀριστοφ. Πλ. 542, Ἀποσπ. 227. 3) ἔνδυμα ναύτου ἐκ χονδροῦ ὑφάσματος, Θεόκρ. 21. 13, πρβλ. Παυσ. 10. 29, 8. ΙΙ. μέτρον σίτου, Λυσίας 164. 33· φ. πυρῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 813· ― περίπου ὅσον εἷς μέδιμνος, Böckh. P. E. 1, σ. 111.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tissu de jonc ou de sparte, particul.
1 panier ou corbeille pour transporter du grain;
2 natte, tapis, couverture.
Étymologie: φέρω.