θεμόω: Difference between revisions
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμόω''': [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει νῆα... θέμωσε χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542˙ τινὲς τῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν τὸ θέμωσε διὰ τοῦ ἠνάγκασε, ἐβιάσατο, ἠνάγκασεν, ἐβίασε τὸ [[πλοῖον]] νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ξηράν˙ ἕτεροι [[ἁπλῶς]], «ἐγγίσαι ἐποίησεν» εἰς τὴν ξηράν˙ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: θεμὸς [[διάθεσις]]. | |lstext='''θεμόω''': [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει νῆα... θέμωσε χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542˙ τινὲς τῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν τὸ θέμωσε διὰ τοῦ ἠνάγκασε, ἐβιάσατο, ἠνάγκασεν, ἐβίασε τὸ [[πλοῖον]] νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ξηράν˙ ἕτεροι [[ἁπλῶς]], «ἐγγίσαι ἐποίησεν» εἰς τὴν ξηράν˙ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: θεμὸς [[διάθεσις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> θέμωσε;<br />mettre en état de, avec l’inf..<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser, placer ; cf. [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
only in phrase [νῆα] θέμωσε . . χέρσον ἱκέσθαι
A drove the ship ashore, stranded her, Od.9.486; but in ib.542, drove her landwards, i.e. towards her destination: cf. θεμούς· διαθέσεις, παραινέσεις, Hsch., who also has θεμῶν· θελήμων.
German (Pape)
[Seite 1195] zum Gesetz (θέμις) machen u. dadurch nöthigen, übh. zwingen, Od. 9, 486. 542; Hesych. erkl. ἠνάγκασε u. ἐγγίσαι ἐπσίησε, indem er den Zusammenhang der Stellen vor Augen hat.
Greek (Liddell-Scott)
θεμόω: λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει νῆα... θέμωσε χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542˙ τινὲς τῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν τὸ θέμωσε διὰ τοῦ ἠνάγκασε, ἐβιάσατο, ἠνάγκασεν, ἐβίασε τὸ πλοῖον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ξηράν˙ ἕτεροι ἁπλῶς, «ἐγγίσαι ἐποίησεν» εἰς τὴν ξηράν˙ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: θεμὸς διάθεσις.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. poét. θέμωσε;
mettre en état de, avec l’inf..
Étymologie: R. Θε, poser, placer ; cf. τίθημι.