ἐνενήκοντα: Difference between revisions

From LSJ

οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνενήκοντα''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», [[ἐνενήκοντα]] γλαφυραὶ [[νέες]] Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ [[τύπος]] ἐννεν- [[εἶναι]] συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ [[ἔνατος]], [[ἐνάκις]], βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, [[αὐτόθι]] καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.
|lstext='''ἐνενήκοντα''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», [[ἐνενήκοντα]] γλαφυραὶ [[νέες]] Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ [[τύπος]] ἐννεν- [[εἶναι]] συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ [[ἔνατος]], [[ἐνάκις]], βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, [[αὐτόθι]] καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.
}}
{{bailly
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>numéral indécl.</i><br />quatre-vingt-dix.<br />'''Étymologie:''' [[ἐννέα]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνενήκοντα Medium diacritics: ἐνενήκοντα Low diacritics: ενενήκοντα Capitals: ΕΝΕΝΗΚΟΝΤΑ
Transliteration A: enenḗkonta Transliteration B: enenēkonta Transliteration C: enenikonta Beta Code: e)nenh/konta

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A ninety, Il.2.602, etc.; cf. ἐνήκοντα, ἐννήκοντα. (ἐννεν- freq. in codd., but Inscrr. have ἐνεν- IG12.324.109, Hermes 17.5 (Delos), etc.:—also gen. pl. ἐνενηκόντων GDI5653c26 (Chios).)

German (Pape)

[Seite 838] οἱ, αἱ, τά, neunzig, von Hom. Il. 2, 602 an überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ τύπος ἐννεν- εἶναι συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ ἔνατος, ἐνάκις, βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, αὐτόθι καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
quatre-vingt-dix.
Étymologie: ἐννέα.