πειθήνιος: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειθήνιος''': -ον, (ἀρχὴ) ὁ εἰς τὰς ἡνίας [[εὐπειθής]], ἐπὶ ἵππου, Πλούτ. 2. 592Β· [[καθόλου]] [[ὑπήκοος]], [[εὐπειθής]], [[αὐτόθι]] 90Β, κτλ.· τὸ πειθήνιον, εὐπείθεια, [[ὑπακοή]], [[αὐτόθι]] 442C. — Ἐπίρρ., -ίως, Πλούτ. 2. 102F, Σωραν. σ. 220. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστῶν τινα εὐπειθῆ, χαλινὸς Πλούτ. 2. 369C. | |lstext='''πειθήνιος''': -ον, (ἀρχὴ) ὁ εἰς τὰς ἡνίας [[εὐπειθής]], ἐπὶ ἵππου, Πλούτ. 2. 592Β· [[καθόλου]] [[ὑπήκοος]], [[εὐπειθής]], [[αὐτόθι]] 90Β, κτλ.· τὸ πειθήνιον, εὐπείθεια, [[ὑπακοή]], [[αὐτόθι]] 442C. — Ἐπίρρ., -ίως, Πλούτ. 2. 102F, Σωραν. σ. 220. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστῶν τινα εὐπειθῆ, χαλινὸς Πλούτ. 2. 369C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;<br /><b>2</b> qui dirige, qui conduit.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἡνία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor.πειθ-άνιος [ᾱ], ον, (ἡνία)
A obedient to the rein, of a horse, Plu.Lyc.30 : metaph., Id.2.592c: generally, obedient, γυνή M.Ant. 1.17, Hymn.Is. 101, cf. Plu.2.90b ; στράτευμα well-disciplined, Onos. 10.9 ; ψυχή Hierocl. in CA16p.456M. ; τὸ π. submissiveness, docility, Plu.2.442c. Adv. -ίως ib.102e, Ph.1.184; in Surgery, gently, Herod. Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.70b, 2.10. II Act., that makes obedient, χαλινοί Plu.2.369c ; λόγος Vett. Val.150.28.
German (Pape)
[Seite 543] dem Zügel folgsam, lenksam, vom Pferde, καὶ συνήθης, Plut. de gen. Socr. 22 u. a. Sp.; τὸ πειθήνιον, der Gehorsam, Hdn. 2, 10, 4; aber auch χαλινοί, zügelnd, lenkend, Plut. de Is. et Osir. 45; auch adv., Consol. Apoll. 4.
Greek (Liddell-Scott)
πειθήνιος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ εἰς τὰς ἡνίας εὐπειθής, ἐπὶ ἵππου, Πλούτ. 2. 592Β· καθόλου ὑπήκοος, εὐπειθής, αὐτόθι 90Β, κτλ.· τὸ πειθήνιον, εὐπείθεια, ὑπακοή, αὐτόθι 442C. — Ἐπίρρ., -ίως, Πλούτ. 2. 102F, Σωραν. σ. 220. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστῶν τινα εὐπειθῆ, χαλινὸς Πλούτ. 2. 369C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;
2 qui dirige, qui conduit.
Étymologie: πείθω, ἡνία.