ξυλόλωτος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_14)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλόλωτος''': ὁ, [[φυτόν]] τι, = πεντάφυλλον, Διοσκ. 4. 42.
|lstext='''ξῠλόλωτος''': ὁ, [[φυτόν]] τι, = πεντάφυλλον, Διοσκ. 4. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλόλωτος]], ὁ (Α)<br />το ποώδες και πολυετές [[φυτό]] πεντάφυλλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[λωτός]]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόλωτος Medium diacritics: ξυλόλωτος Low diacritics: ξυλόλωτος Capitals: ΞΥΛΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: xylólōtos Transliteration B: xylolōtos Transliteration C: ksylolotos Beta Code: culo/lwtos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πεντέφυλλον, Dsc.4.42, Gloss.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holzlotus, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόλωτος: ὁ, φυτόν τι, = πεντάφυλλον, Διοσκ. 4. 42.

Greek Monolingual

ξυλόλωτος, ὁ (Α)
το ποώδες και πολυετές φυτό πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λωτός].