δυσχείμερος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχείμερος''': -ον, ἐκτεθειμένος εἰς βαρεῖς χειμῶνας, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ὡς ἐπίθ. τῆς Δωδώνης, 2. 750 κ. ἀλλ.· χώρη Ἡρόδ. 4. 28· [[φάραγξ]] Αἰσχύλ. Πρ. 15· - μεταφ., δ. [[πέλαγος]] δύης [[αὐτόθι]] 746· δ. ἆται ὁ αὐτ. Χο. 271. ΙΙ. δυσκόλως ὑποφέρων τὸ ψύχος τοῦ χειμῶνος, ὡς τὸ [[δύσριγος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 10, 5.
|lstext='''δυσχείμερος''': -ον, ἐκτεθειμένος εἰς βαρεῖς χειμῶνας, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ὡς ἐπίθ. τῆς Δωδώνης, 2. 750 κ. ἀλλ.· χώρη Ἡρόδ. 4. 28· [[φάραγξ]] Αἰσχύλ. Πρ. 15· - μεταφ., δ. [[πέλαγος]] δύης [[αὐτόθι]] 746· δ. ἆται ὁ αὐτ. Χο. 271. ΙΙ. δυσκόλως ὑποφέρων τὸ ψύχος τοῦ χειμῶνος, ὡς τὸ [[δύσριγος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 10, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont le climat est rigoureux ; <i>fig.</i> rigoureux, affreux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χεῖμα]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχείμερος Medium diacritics: δυσχείμερος Low diacritics: δυσχείμερος Capitals: ΔΥΣΧΕΙΜΕΡΟΣ
Transliteration A: dyscheímeros Transliteration B: dyscheimeros Transliteration C: dyscheimeros Beta Code: dusxei/meros

English (LSJ)

ον,

   A wintry or stormy, Hom. (only in Il.) epith. of Dodona, 2.750, al.; χώρη Hdt.4.28, cf. Arist. HA606b5; φάραγξ A.Pr.15: metaph., δ. πέλαγος δύης ib.746; δ. ἆται Id.Ch.271.    II bearing winter ill, Arist.HA596b5, Gp.19.2.8.

German (Pape)

[Seite 690] 1) sehr stürmisch, winterlich, rauh; bei Homer zweimal, als Beiwort von Dodona: Iliad. 2, 750 περὶ Δωδώνην δυσχείμερον, 16, 234 Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε, Πελασγικά, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, var. lect. angeblich des Zenodot Δωδώνης μεδέων πολυπίδακος, s. Scholl. – Folgende: χώρη Her. 4, 28; φάραγξ, πέλαγος δύης, übertr., wie ἄτη, Aesch. Prom. 15. 748; Ch. 269; τόποι Eur. Alc. 68; auch in Prosa, Arist. H. A. 9, 28 u. Sp. – 2) den Winter schlecht ertragend; Arist. H. A. 8, 10; Geop.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχείμερος: -ον, ἐκτεθειμένος εἰς βαρεῖς χειμῶνας, λίαν ψυχρός, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ὡς ἐπίθ. τῆς Δωδώνης, 2. 750 κ. ἀλλ.· χώρη Ἡρόδ. 4. 28· φάραγξ Αἰσχύλ. Πρ. 15· - μεταφ., δ. πέλαγος δύης αὐτόθι 746· δ. ἆται ὁ αὐτ. Χο. 271. ΙΙ. δυσκόλως ὑποφέρων τὸ ψύχος τοῦ χειμῶνος, ὡς τὸ δύσριγος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le climat est rigoureux ; fig. rigoureux, affreux.
Étymologie: δυσ-, χεῖμα.