πολύβωλος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύβωλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς καὶ μεγάλους βώλους (χώματος), [[γόνιμος]], ὡς τὸ [[ἐρίβωλος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 231. | |lstext='''πολύβωλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς καὶ μεγάλους βώλους (χώματος), [[γόνιμος]], ὡς τὸ [[ἐρίβωλος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 231. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον Α<br />(για [[τόπο]], για αγρό)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς σβώλους<br /><b>2.</b> [[εύφορος]], [[καρπερός]] («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βῶλος]] «όγκος χώματος» (<b>πρβλ.</b> <i>ερί</i>-<i>βωλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with large clods, fruitful, E.Fr.229 (anap.).
German (Pape)
[Seite 660] mit starken, großen Schollen, fruchtbar, χώρα, Eur. frg. bei D. Hal. de C. V. 25.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβωλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς καὶ μεγάλους βώλους (χώματος), γόνιμος, ὡς τὸ ἐρίβωλος, Εὐρ. Ἀποσπ. 231.
Greek Monolingual
-ον Α
(για τόπο, για αγρό)
1. αυτός που έχει πολλούς σβώλους
2. εύφορος, καρπερός («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βῶλος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερί-βωλος)].