περιελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιελαύνω''': μελλ. -ελῶ, [[ἐλαύνω]] [[πέριξ]], χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας, θᾶττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας Ξεν. Συμπ. 2, 27, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 30. κλ. ― Μέσ., [[περισυνάγω]] καὶ [[συνελαύνω]], διαρπάσαντες τὴν Κυναθαίων πόλιν καὶ πολλὰ περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα Πολύβ. 4. 29, 6, κτλ. 2) [[κατατρέχω]], [[βασανίζω]], οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 887˙ [[ὁπόθεν]] ὁ Elmsl. διώρθωσε: περιελῶ σ’ ἀλαζονείαις (ἀντὶ -είας) [[αὐτόθι]] 290. ― Παθ., περιελαυνόμενος τῇ στάσει Ἡρόδ. 1. 60˙ μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων Δημ. 1019. 10. 3) ποιῶ τι ἐν κύκλῳ, οἰκοδομῶ [[πέριξ]], περὶ δ΄ [[ἕρκος]] ἔλασσε Ἱλ. Σ. 564˙ [[περί]] δ’ [[ἕρκος]] ἐλήλαται Ὀδ. Η. 113, πρβλ. Αἰσχύλ. Περσ. 871˙ οὕτω, π. αὔλακα βαθεῖαν Πλουτ. Ρωμ. 11. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἅρμα, ἵππον, κτλ.), [[περιτρέχω]] ἐφ’ ἁμάξης ἢ [[ἔφιππος]], Ἡρόδ. 1. 106, Θουκ. 7. 44, Ξεν.˙ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ, τόσον [[διάστημα]] ὅσον .., Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 32.
|lstext='''περιελαύνω''': μελλ. -ελῶ, [[ἐλαύνω]] [[πέριξ]], χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας, θᾶττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας Ξεν. Συμπ. 2, 27, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 30. κλ. ― Μέσ., [[περισυνάγω]] καὶ [[συνελαύνω]], διαρπάσαντες τὴν Κυναθαίων πόλιν καὶ πολλὰ περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα Πολύβ. 4. 29, 6, κτλ. 2) [[κατατρέχω]], [[βασανίζω]], οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 887˙ [[ὁπόθεν]] ὁ Elmsl. διώρθωσε: περιελῶ σ’ ἀλαζονείαις (ἀντὶ -είας) [[αὐτόθι]] 290. ― Παθ., περιελαυνόμενος τῇ στάσει Ἡρόδ. 1. 60˙ μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων Δημ. 1019. 10. 3) ποιῶ τι ἐν κύκλῳ, οἰκοδομῶ [[πέριξ]], περὶ δ΄ [[ἕρκος]] ἔλασσε Ἱλ. Σ. 564˙ [[περί]] δ’ [[ἕρκος]] ἐλήλαται Ὀδ. Η. 113, πρβλ. Αἰσχύλ. Περσ. 871˙ οὕτω, π. αὔλακα βαθεῖαν Πλουτ. Ρωμ. 11. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἅρμα, ἵππον, κτλ.), [[περιτρέχω]] ἐφ’ ἁμάξης ἢ [[ἔφιππος]], Ἡρόδ. 1. 106, Θουκ. 7. 44, Ξεν.˙ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ, τόσον [[διάστημα]] ὅσον .., Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 32.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιελάσω, <i>att.</i> περιελῶ, <i>pf.</i> περιελήλακα;<br />pousser autour, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tracer en forme de cercle : αὔλακα PLUT un sillon;<br /><b>2</b> envelopper : περιελαυνόμενος στάσι HDT enveloppé par une sédition;<br /><b>3</b> pousser devant soi en tournant autour (du bétail, du butin, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> faire une tournée <i>ou</i> une course à cheval, <i>propr.</i> pousser son cheval autour : τὸ [[στρατόπεδον]] XÉN faire le tour du camp à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιελαύνω Medium diacritics: περιελαύνω Low diacritics: περιελαύνω Capitals: ΠΕΡΙΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: perielaúnō Transliteration B: perielaunō Transliteration C: perielayno Beta Code: perielau/nw

English (LSJ)

fut.

   A -ελῶ Ar.Eq.290, etc. :—drive round, τὰς κύλικας π. push the cups round, X.Smp.2.27, Poll.6.30 ; drive, round up cattle, etc. as booty, λείαν πολλήν Parth.20.1, App.Hann.12 ; [πρόβατα] Palaeph.18; βοῦς Porph.Abst.2.30 :—also in Med., Plb.4.29.6, etc.    2 drive about, harass, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ar. Eq.887; περιελῶ σ' ἀλαζονείαις (Elmsl. for -είας) ib.290 :—Pass., περιελαυνόμενος τῇ στάσι Hdt.1.60 ; μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων D.42.32.    3 draw or build round, περὶ δ' ἕπκος ἔλασσε Il.18.564 ; περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν Od.7.113 ; ἐληλαμέναι πέρι πύργον A.Pers.872(lyr.); π. αὔλακα βαθεῖαν Plu.Rom.11.    II seemingly intr. (sc. ἅρμα, ἵππον, etc.), drive or ride round, Hdt.1.106, Th.7.44, X.Cyr.1.4.24, Eq.Mag.3.2 ; εἰς τὸ ὄπισθεν Id.Cyr.7.1.36 : c. acc. loci, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ as much ground as... Hdt.4.7, cf. X.Cyr.4.2.32.    2 metaph., have recourse, οὐδὲ ἐς ὁτιοῦν περιελᾷ ψεῦδος Philostr.VA7.14.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἐλαύνω), herumtreiben; aus Hom. rechnet man als Tmesis hierher περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε, Il. 18, 564, u. pass. περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, Od. 7, 113, einen Zaun herumziehen; τὰς κύλικας, die Becher schnell die Runde gehenlassen, Xen. Conv. 2, 27. – Intr., wobei man ἵππον, ἅρμα u. dgl. ergänzen kann, herumreiten, -fahren, Her. 1, 106, Thuc. 7, 44, Xen. Cyr. 1, 4, 24 u. sonst. – Pass. umgeben, umzingelt werden, περιελαυνόμενος τῇ στάσει, Her. 1, 60. – Pol. vrbdt das med. oft mit dem acc., Etwas für sich zusammentreiben, zusammenbringen, περιελασάμενος λείας πλῆθος ἱκανόν, 4, 59, 1; bes. σώματα καὶ θρέμματα, 4, 29, 6 u. öfter; u. dah. pass., ἡ περιελαθεῖσα λεία, 5, 95, 10.

Greek (Liddell-Scott)

περιελαύνω: μελλ. -ελῶ, ἐλαύνω πέριξ, χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας, θᾶττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας Ξεν. Συμπ. 2, 27, Πολυδ. Ϛ΄, 30. κλ. ― Μέσ., περισυνάγω καὶ συνελαύνω, διαρπάσαντες τὴν Κυναθαίων πόλιν καὶ πολλὰ περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα Πολύβ. 4. 29, 6, κτλ. 2) κατατρέχω, βασανίζω, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 887˙ ὁπόθεν ὁ Elmsl. διώρθωσε: περιελῶ σ’ ἀλαζονείαις (ἀντὶ -είας) αὐτόθι 290. ― Παθ., περιελαυνόμενος τῇ στάσει Ἡρόδ. 1. 60˙ μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων Δημ. 1019. 10. 3) ποιῶ τι ἐν κύκλῳ, οἰκοδομῶ πέριξ, περὶ δ΄ ἕρκος ἔλασσε Ἱλ. Σ. 564˙ περί δ’ ἕρκος ἐλήλαται Ὀδ. Η. 113, πρβλ. Αἰσχύλ. Περσ. 871˙ οὕτω, π. αὔλακα βαθεῖαν Πλουτ. Ρωμ. 11. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἅρμα, ἵππον, κτλ.), περιτρέχω ἐφ’ ἁμάξης ἢ ἔφιππος, Ἡρόδ. 1. 106, Θουκ. 7. 44, Ξεν.˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ, τόσον διάστημα ὅσον .., Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 32.

French (Bailly abrégé)

f. περιελάσω, att. περιελῶ, pf. περιελήλακα;
pousser autour, d’où
1 tracer en forme de cercle : αὔλακα PLUT un sillon;
2 envelopper : περιελαυνόμενος στάσι HDT enveloppé par une sédition;
3 pousser devant soi en tournant autour (du bétail, du butin, etc.);
4 faire une tournée ou une course à cheval, propr. pousser son cheval autour : τὸ στρατόπεδον XÉN faire le tour du camp à cheval.
Étymologie: περί, ἐλαύνω.