χολώδης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χολώδης''': -ες, = [[χολοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς χολήν, [[πλήρης]] χολῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1244, πρβλ. 1180Α, κλπ.· χυμοὶ Πλουτ. Τιμ. 86Ε· [[ὑγρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 11· χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις, γίνονται τοιαῦται ἐκ πλεονασμοῦ χολῆς, Ἱππ. 1185. 1· χολώδεις, ἄνθρωποι πλήρεις χολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 6, Γαλην., κλπ. 2) [[ὅμοιος]] χολῇ, [[χρῶμα]] Πλάτ. Τίμ. 71Β, 83Β· οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ [[χρόα]] μεταβάλη Γαλην. ΙΙΙ. [[ὀργίλος]], [[πλήρης]] ὀργῆς, χ. τι ὑποβλέπειν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7, πρβλ. Φιλόστρ. 829.
|lstext='''χολώδης''': -ες, = [[χολοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς χολήν, [[πλήρης]] χολῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1244, πρβλ. 1180Α, κλπ.· χυμοὶ Πλουτ. Τιμ. 86Ε· [[ὑγρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 11· χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις, γίνονται τοιαῦται ἐκ πλεονασμοῦ χολῆς, Ἱππ. 1185. 1· χολώδεις, ἄνθρωποι πλήρεις χολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 6, Γαλην., κλπ. 2) [[ὅμοιος]] χολῇ, [[χρῶμα]] Πλάτ. Τίμ. 71Β, 83Β· οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ [[χρόα]] μεταβάλη Γαλην. ΙΙΙ. [[ὀργίλος]], [[πλήρης]] ὀργῆς, χ. τι ὑποβλέπειν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7, πρβλ. Φιλόστρ. 829.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> irascible;<br /><b>2</b> <i>t. de méd.</i> bilieux (tempérament).<br />'''Étymologie:''' [[χόλος]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολώδης Medium diacritics: χολώδης Low diacritics: χολώδης Capitals: ΧΟΛΩΔΗΣ
Transliteration A: cholṓdēs Transliteration B: cholōdēs Transliteration C: cholodis Beta Code: xolw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = χολοειδής, like bile or gall, bilious, ἐκκρίσιες, ἔμες μα, Hp.Aph.2.15, Epid.6.4.4.; χυμοί Pl.Ti.86e; ὑγρότης Arist.HA506b3; χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεες caused by biliousness, Hp.Epid.6.5.8; χολώδεις bilious persons, Arist. Metaph.981a12, Ruf. ap. Orib.7.26.12, Gal.15.568.    2 bile-coloured, χρώματα Pl.Ti.71b, 83b; οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλῃ Gal.17(2).270.    II bilious, angry, χ. τι ὑποβλέπειν Luc.Vit. Auct.7, cf. Philostr.Im.2.12.

German (Pape)

[Seite 1363] ες, zsgz. = χολοειδής; χυμοί, χρώματα, Plat. Tim. 71 b 86 e; Sp., wie Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

χολώδης: -ες, = χολοειδής, ὅμοιος πρὸς χολήν, πλήρης χολῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1244, πρβλ. 1180Α, κλπ.· χυμοὶ Πλουτ. Τιμ. 86Ε· ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 11· χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις, γίνονται τοιαῦται ἐκ πλεονασμοῦ χολῆς, Ἱππ. 1185. 1· χολώδεις, ἄνθρωποι πλήρεις χολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 6, Γαλην., κλπ. 2) ὅμοιος χολῇ, χρῶμα Πλάτ. Τίμ. 71Β, 83Β· οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλη Γαλην. ΙΙΙ. ὀργίλος, πλήρης ὀργῆς, χ. τι ὑποβλέπειν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7, πρβλ. Φιλόστρ. 829.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 irascible;
2 t. de méd. bilieux (tempérament).
Étymologie: χόλος, -ωδης.