κηποτύραννος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηποτύραννος''': ὁ, ὁ [[τύραννος]] τοῦ κήπου, ἐπίθετον τοῦ Ἐπικουρείου φιλοσόφου Ἀπολλοδώρου, Διογ. Λ. 10. 25.
|lstext='''κηποτύραννος''': ὁ, ὁ [[τύραννος]] τοῦ κήπου, ἐπίθετον τοῦ Ἐπικουρείου φιλοσόφου Ἀπολλοδώρου, Διογ. Λ. 10. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηποτύραννος]], ὁ (Α)<br />(για τον Επικούρειο φιλόσοφο Απολλόδωρο) αυτός που ασκεί [[τυραννία]] στον κήπο, στον χώρο διδασκαλίας τών Επικουρείων φιλοσόφων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τύραννος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αινο</i>-[[τύραννος]], <i>οικο</i>-[[τύραννος]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηποτύραννος Medium diacritics: κηποτύραννος Low diacritics: κηποτύραννος Capitals: ΚΗΠΟΤΥΡΑΝΝΟΣ
Transliteration A: kēpotýrannos Transliteration B: kēpotyrannos Transliteration C: kipotyrannos Beta Code: khpotu/rannos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A tyrant of the garden, epith. of the Epicurean philosopher Apollodorus, D.L.10.25.

German (Pape)

[Seite 1432] ὁ, der Gartentyrann, hieß der Epikuräer Apollodor, Diog. L. 10, 24.

Greek (Liddell-Scott)

κηποτύραννος: ὁ, ὁ τύραννος τοῦ κήπου, ἐπίθετον τοῦ Ἐπικουρείου φιλοσόφου Ἀπολλοδώρου, Διογ. Λ. 10. 25.

Greek Monolingual

κηποτύραννος, ὁ (Α)
(για τον Επικούρειο φιλόσοφο Απολλόδωρο) αυτός που ασκεί τυραννία στον κήπο, στον χώρο διδασκαλίας τών Επικουρείων φιλοσόφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -τύραννος (< τύραννος), πρβλ. αινο-τύραννος, οικο-τύραννος.