χειράγρα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(6_9) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειράγρα''': ἡ, [[ἀρθρῖτις]] κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα. | |lstext='''χειράγρα''': ἡ, [[ἀρθρῖτις]] κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[αρθρίτιδα]] του άκρου χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]]). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chiragra</i>, γαλλ. <i>chiragre</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A gout in the hand, Asclep. ap. Gal.13.1026. Ptol.Tetr. 153 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
χειράγρα: ἡ, ἀρθρῖτις κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
αρθρίτιδα του άκρου χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ-άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre].