πεζεύω: Difference between revisions
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς [[μετὰ]] τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. [[μετὰ]] τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8. | |lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς [[μετὰ]] τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. [[μετὰ]] τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> aller par terre <i>abs.</i> ; πόδα π., <i>avec</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> traverser à pied ; <i>Pass.</i> être traversé <i>ou</i> parcouru à pied.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A go or travel on foot, walk, ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων (where πόδα is pleon.) E.Alc.869 (anap.) ; οὔτε ἄπουν οὔτε πεζεῦον Arist.PA669b7 ; π. περὶ τὴν τροφήν, of certain birds, Id.HA593a25, cf. GA751b13. 2 go or travel by land, opp. going by sea, X.An.5.5.[4], Plb.16.29.11 ; π. μετὰ τῶν ἵππων Id.10.48.6 ; οἱ πεζεύοντες land-forces, Arist.Pol. 1327b10 ; π.διὰ τῆς θαλάσσης, of Xerxes passing by his bridge over the Hellespont, Isoc.4.89 ; π. τὴν θάλασσαν pass it like dry land, Philostr.Im.1.8 ; simply, march, pass through, ἀνοδίας Ph.2.257 :— Pass., ὁ Ἄθως πλείσθω καὶ ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Luc.Rh.Pr.18 ; ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός by land, Str.6.3.5 ; πεζεύεται impers., ταῖς ἁρμαμάξαις Id.4.1.14.
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße gehen, gew. zu Lande reisen; ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων, Eur. Alc. 872; Xen. An. 5, 5, 4; διὰ τῆς θαλάσσης, Isocr. 4, 89; öfter in späterer Prosa, wie N. T.; Luc. rhet. praec. 18; ἡ πεζευομένη ὁδός, Weg zu Lande, Strab. 6, 3, 5; τινὰ τῶν φορτίων πεζεύεται ταῖς ἁρμιιμάξαις, 4, 1, 14; οἱ πεζεύοντες, die Landmacht, Arist. pol. 7, 6; auch πεζεύειν τὴν θάλατταν, das Meer wie festes Land behandeln, zu Fuß über das Meer wie über festes Land gehen, Jac. Philostr. imagg. p. 252.
Greek (Liddell-Scott)
πεζεύω: (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ πεζῇ, περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ ἱππεύω ἢ ἐλαύνω ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων (ἔνθα τὸ πόδα κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· οὔτε ἄπουν οὔτε πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ Ἄθως πλείσθω, καὶ ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.
French (Bailly abrégé)
1 intr. aller par terre abs. ; πόδα π., avec ἐπί ou le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;
2 tr. traverser à pied ; Pass. être traversé ou parcouru à pied.
Étymologie: πεζός.