παράλειψις: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράλειψις''': ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν [[σχῆμα]], καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται [[οὕτως]], [[ὥστε]] ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «[[πότε]] [[παράλειψις]] καὶ [[ἀποσιώπησις]] γίνεται; [[ὅταν]] βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.
|lstext='''παράλειψις''': ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν [[σχῆμα]], καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται [[οὕτως]], [[ὥστε]] ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «[[πότε]] [[παράλειψις]] καὶ [[ἀποσιώπησις]] γίνεται; [[ὅταν]] βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de négliger, d’omettre.<br />'''Étymologie:''' [[παραλείπω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλειψις Medium diacritics: παράλειψις Low diacritics: παράλειψις Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: paráleipsis Transliteration B: paraleipsis Transliteration C: paraleipsis Beta Code: para/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A neglect, disregard, τῶν καθηκόντων Plu.2.33a.    2 omission, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of... Ath.11.490f ; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e ; opp. παραδοχή, Hierocl.in CA 19p.461M.    3 a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al.1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc.263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6 ; κατὰ παράλειψιν Id.Inv.2.5.

German (Pape)

[Seite 487] das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καθηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.

Greek (Liddell-Scott)

παράλειψις: ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν σχῆμα, καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται οὕτως, ὥστε ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «πότε παράλειψις καὶ ἀποσιώπησις γίνεται; ὅταν βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de négliger, d’omettre.
Étymologie: παραλείπω.