νοστέω: Difference between revisions
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοστέω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπάγω]] ἢ [[ὑποστρέφω]] εἰς τὸν οἶκόν μου, [[ἐπανέρχομαι]], ἰδίως εἰς τὸν οἶκόν μου ἢ τὴν πατρίδα μου, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν· [[ὡσαύτως]], ν. [[οἴκαδε]], [[οἶκόνδε]], ὅνδε [[δόμονδε]]· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ν. Ἄργος, οἶκον Σοφ. Ο. Κ. 1386, Εὐρ. Ι. Τ. 554· πλεον., [[ὀπίσω]] νοστεῖν Ἡρόδ. 3. 26· [[πάλιν]] ν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1270· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ν. κεινῇσι χερσὶν Ἡρόδ. 1. 73· - τὸ [[μέσον]] εὕρηται μόνον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 269. 2) [[ἐπανέρχομαι]] ἀσφαλῶς, [[διαφεύγω]], Ἰλ. Κ. 247, πρβλ. Β. 253, Πινδ. Ν. 11. 32, κτλ. 3) [[ὑπάγω]] ἢ [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὰ μέρη εἰς ἃ [[πάλαι]] ἐφοίτων, [[δεῦρο]] ν. Εὐρ. Ἑλ. 474· γῆν τήνδε [[αὐτόθι]] 891· εἰς ἐκκλησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 29· ἴδε Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Φιλ. 43. ΙΙ. ἐνόστησε τὸ [[ὕδωρ]], κατέστη πότιμον καὶ εὐάρεστον, Παυσ. 7. 2, 11· πρβλ. [[νόστιμος]] ΙΙΙ, ἀλλὰ νῦν τὸ ἐνόστησε διωρθώθη [[πάνυ]] ἐπιτυχῶς εἰς ἐνόσησε, ἴδε [[νοσέω]]. | |lstext='''νοστέω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπάγω]] ἢ [[ὑποστρέφω]] εἰς τὸν οἶκόν μου, [[ἐπανέρχομαι]], ἰδίως εἰς τὸν οἶκόν μου ἢ τὴν πατρίδα μου, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν· [[ὡσαύτως]], ν. [[οἴκαδε]], [[οἶκόνδε]], ὅνδε [[δόμονδε]]· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ν. Ἄργος, οἶκον Σοφ. Ο. Κ. 1386, Εὐρ. Ι. Τ. 554· πλεον., [[ὀπίσω]] νοστεῖν Ἡρόδ. 3. 26· [[πάλιν]] ν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1270· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ν. κεινῇσι χερσὶν Ἡρόδ. 1. 73· - τὸ [[μέσον]] εὕρηται μόνον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 269. 2) [[ἐπανέρχομαι]] ἀσφαλῶς, [[διαφεύγω]], Ἰλ. Κ. 247, πρβλ. Β. 253, Πινδ. Ν. 11. 32, κτλ. 3) [[ὑπάγω]] ἢ [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὰ μέρη εἰς ἃ [[πάλαι]] ἐφοίτων, [[δεῦρο]] ν. Εὐρ. Ἑλ. 474· γῆν τήνδε [[αὐτόθι]] 891· εἰς ἐκκλησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 29· ἴδε Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Φιλ. 43. ΙΙ. ἐνόστησε τὸ [[ὕδωρ]], κατέστη πότιμον καὶ εὐάρεστον, Παυσ. 7. 2, 11· πρβλ. [[νόστιμος]] ΙΙΙ, ἀλλὰ νῦν τὸ ἐνόστησε διωρθώθη [[πάνυ]] ἐπιτυχῶς εἰς ἐνόσησε, ἴδε [[νοσέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐνόστησα, <i>pf.</i> νενόστηκα;<br /><b>1</b> revenir, retourner;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> venir chez qqn en revenant dans sa patrie.<br />'''Étymologie:''' [[νόστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
A go or come home, return, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν Od.1.290, Epic. ap. Plu.2.297b; ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε, Il.4.103, 5.687, Od.1.83: c. acc., ν. Ἄργος, οἶκον, S.OC1386, E.IT534: pleon., ὀπίσω ν. Hdt.3.26; ν. πάλιν Ar.Av.1270: c. dat. modi, ν. κεινῇσι χερσί Hdt.1.73:—Med., νοστήσατο πάτρην Q.S.1.269. 2 abs., return safe, Il.10.247; return, ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν 2.253; κάλλιον ἂν . . ἐνόστησ' ἀντιπάλων Pi.N.11.26, etc. 3 go or come, κεῖσε Od.4.619; δεῦρο E.Hel.474; γῆν τήνδε ib.891; εἰς ἐκκλησίαν Ar.Ach. 29. 4 c. acc. cogn., ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν Pl.Ep.335c. II (cf. νόστος II, νόστιμος II) ἐνόστησε τὸ ὕδωρ the water became drinkable, Paus.7.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
νοστέω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγω ἢ ὑποστρέφω εἰς τὸν οἶκόν μου, ἐπανέρχομαι, ἰδίως εἰς τὸν οἶκόν μου ἢ τὴν πατρίδα μου, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν· ὡσαύτως, ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ν. Ἄργος, οἶκον Σοφ. Ο. Κ. 1386, Εὐρ. Ι. Τ. 554· πλεον., ὀπίσω νοστεῖν Ἡρόδ. 3. 26· πάλιν ν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1270· μετὰ δοτ. τρόπου, ν. κεινῇσι χερσὶν Ἡρόδ. 1. 73· - τὸ μέσον εὕρηται μόνον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 269. 2) ἐπανέρχομαι ἀσφαλῶς, διαφεύγω, Ἰλ. Κ. 247, πρβλ. Β. 253, Πινδ. Ν. 11. 32, κτλ. 3) ὑπάγω ἢ ἐπανέρχομαι εἰς τὰ μέρη εἰς ἃ πάλαι ἐφοίτων, δεῦρο ν. Εὐρ. Ἑλ. 474· γῆν τήνδε αὐτόθι 891· εἰς ἐκκλησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 29· ἴδε Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Φιλ. 43. ΙΙ. ἐνόστησε τὸ ὕδωρ, κατέστη πότιμον καὶ εὐάρεστον, Παυσ. 7. 2, 11· πρβλ. νόστιμος ΙΙΙ, ἀλλὰ νῦν τὸ ἐνόστησε διωρθώθη πάνυ ἐπιτυχῶς εἰς ἐνόσησε, ἴδε νοσέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐνόστησα, pf. νενόστηκα;
1 revenir, retourner;
2 p. ext. venir chez qqn en revenant dans sa patrie.
Étymologie: νόστος.