ἀφηρωΐζω: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6_5) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφηρωΐζω''': ἀόρ. -ηρώϊξα ([[ἥρως]]), ἀνακηρύττω, καθιερῶ τινα ὡς ἥρωα, ὁ δᾶμος Εὐάνασσαν Κρινοτέλους... διὰ τὰς εἰς αὐτὸν εὐεργεσίας ἀφηρώϊξε Ἐπιγρ. Ἀνάφης 3437, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 2467-73, 2480, κ. ἀλλ. (σ. 1078 κἑξ.). | |lstext='''ἀφηρωΐζω''': ἀόρ. -ηρώϊξα ([[ἥρως]]), ἀνακηρύττω, καθιερῶ τινα ὡς ἥρωα, ὁ δᾶμος Εὐάνασσαν Κρινοτέλους... διὰ τὰς εἰς αὐτὸν εὐεργεσίας ἀφηρώϊξε Ἐπιγρ. Ἀνάφης 3437, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 2467-73, 2480, κ. ἀλλ. (σ. 1078 κἑξ.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ἀφηρώϊξα <i>IG</i> 12(3).281 (Anafe), 864 (Tera), ἀφηρόϊσεν <i>IGBulg</i>.3.1005.1 (Filipópolis)]<br /><b class="num">1</b> [[consagrar como héroe]], [[heroizar]] c. ac. de la pers. consagrada ὁ δᾶμος ἀφηρώϊζ' Εὐθυμίδα <i>IG</i> 12(3).281 (Anafe), cf. 864, 877 (Tera), ἡ πόλις ... Εἰνά[λιον] ... ἀφήρῳσεν <i>IG</i> 4.797.6 (Trezén), en v. pas. φροντίσαι ... ὅπως ἀφηρωϊσθεῖ [[Διονύσιος]] καὶ ἀνατεθεῖ ἐν τῷ ἱερῷ <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1326.45 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[consagrar]], [[dedicar]] en v. pas. ναὸν καὶ [[ἄλσος]] ἀφηρωϊσμένον <i>ICr</i>.3.4.38.9 (Itanos I a.C.), ἀφηρωϊσθήσεται ἡ σορός <i>MAMA</i> 8.564.9 (Afrodisias).<br /><b class="num">3</b> [[honrar]] con una tumba, c. ac. de pers. αὑτὸν ἀφηρόϊσεν <i>IGBulg</i>.l.c., cf. 1014.6, 1383.1 (Filipópolis), ἀφηρόϊσα Ῥουφείνα τὸ<ν> ἴ[δ] ιον υἱόν <i>IG</i> 12(3).942 (Tera). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
aor. -ηρώϊξα, (ἥρως)
A canonize as a hero, IG12(3).864, al. (Thera).
German (Pape)
[Seite 410] dor. ἀφηροΐζω, zum Heros machen, Inscr. 2468 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηρωΐζω: ἀόρ. -ηρώϊξα (ἥρως), ἀνακηρύττω, καθιερῶ τινα ὡς ἥρωα, ὁ δᾶμος Εὐάνασσαν Κρινοτέλους... διὰ τὰς εἰς αὐτὸν εὐεργεσίας ἀφηρώϊξε Ἐπιγρ. Ἀνάφης 3437, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 2467-73, 2480, κ. ἀλλ. (σ. 1078 κἑξ.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀφηρώϊξα IG 12(3).281 (Anafe), 864 (Tera), ἀφηρόϊσεν IGBulg.3.1005.1 (Filipópolis)]
1 consagrar como héroe, heroizar c. ac. de la pers. consagrada ὁ δᾶμος ἀφηρώϊζ' Εὐθυμίδα IG 12(3).281 (Anafe), cf. 864, 877 (Tera), ἡ πόλις ... Εἰνά[λιον] ... ἀφήρῳσεν IG 4.797.6 (Trezén), en v. pas. φροντίσαι ... ὅπως ἀφηρωϊσθεῖ Διονύσιος καὶ ἀνατεθεῖ ἐν τῷ ἱερῷ IG 22.1326.45 (II a.C.).
2 consagrar, dedicar en v. pas. ναὸν καὶ ἄλσος ἀφηρωϊσμένον ICr.3.4.38.9 (Itanos I a.C.), ἀφηρωϊσθήσεται ἡ σορός MAMA 8.564.9 (Afrodisias).
3 honrar con una tumba, c. ac. de pers. αὑτὸν ἀφηρόϊσεν IGBulg.l.c., cf. 1014.6, 1383.1 (Filipópolis), ἀφηρόϊσα Ῥουφείνα τὸ<ν> ἴ[δ] ιον υἱόν IG 12(3).942 (Tera).