ἡμέρωμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμέρωμα''': τό, καλλιεργημένον [[φυτόν]], Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 6. 8, ἐν τῷ πληθ.
|lstext='''ἡμέρωμα''': τό, καλλιεργημένον [[φυτόν]], Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 6. 8, ἐν τῷ πληθ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[μέρωμα]], το (Α [[ἡμέρωμα]]) [[ημερώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξημέρωση]], [[καταπράυνση]], [[κατευνασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] που έχει εξημερωθεί με [[καλλιέργεια]], το καλλιεργημένο [[φυτό]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέρωμα Medium diacritics: ἡμέρωμα Low diacritics: ημέρωμα Capitals: ΗΜΕΡΩΜΑ
Transliteration A: hēmérōma Transliteration B: hēmerōma Transliteration C: imeroma Beta Code: h(me/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cultivated plant, Thphr.CP5.6.8 (pl.), prob. in HP1.7.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1166] τό, das Gezähmte, Cultivirte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέρωμα: τό, καλλιεργημένον φυτόν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 6. 8, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) ημερώνω
νεοελλ.
εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός
αρχ.
το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό.