καυχηματίας: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ. | |lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καυχηματίας]]) [[καύχημα]]<br />αυτός που διαρκώς καυχιέται, [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) ο [[γεμάτος]] κομπασμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A boaster, braggart, Ptol.Tetr.159, EM121.7; boastful, λόγος Sch.Il.13.373.
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ, Großprahler, Prahlhans; Schol. Ar. Ran. 40; vgl. E. M. 121, 7; auch λόγος, Schol. Il. 13, 373.
Greek (Liddell-Scott)
καυχημᾰτίας: -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ φρονηματίας, φρυαγματίας, οἰηματίας κτλ., κ. λόγος Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.
Greek Monolingual
ο (Α καυχηματίας) καύχημα
αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης
αρχ.
(για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό.