ἱππίσκος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_15) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἵππος]], [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ [[νεώτερος]] ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἱππίσκος]]· [[ἐπίθεμα]] κεφαλῆς. ἢ [[γυναικεῖον]] [[κόσμιον]]». | |lstext='''ἱππίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ἵππος]], [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ [[νεώτερος]] ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἱππίσκος]]· [[ἐπίθεμα]] κεφαλῆς. ἢ [[γυναικεῖον]] [[κόσμιον]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππίσκος]] ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[ίππος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου<br /><b>2.</b> [[στολίδι]] του κεφαλιού<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἱππίσκος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μην</i>-<i>ίσκος</i>, <i>πυργ</i>-<i>ίσκος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἵππος, name of a play by Alexis, Ath.3.120b. 2 small statue of a horse, Michel832.41 (Samos, iv B.C.). II an ornament for the head (cf. ἱππεύς v), Cratin.Jun.5, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, dim. zu ἵππος, Titel einer Komödie des Alexis, Ath. III, 120 b; auch ein Frauenschmuck, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ νεώτερος ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππίσκος· ἐπίθεμα κεφαλῆς. ἢ γυναικεῖον κόσμιον».
Greek Monolingual
ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. του ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι του κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, πυργ-ίσκος)].